Вредить στα ελληνικά
Μετάφραση: вредить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληγώνω, βλάβη, επεμβαίνω, βλάπτω, πονώ, χτυπώ, τραυματίζω, παρεμβαίνω, ζημιά, ζημία, βλάβης, βλάβες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вредитель στα ελληνικά - παρασίτων, επιβλαβών οργανισμών, παράσιτο, των παρασίτων, επιβλαβείς οργανισμούς
- вредительство στα ελληνικά - δολιοφθορά, σαμποτάρω, σαμποτάζ, δολιοφθοράς, δολιοφθορές, δολιοφθορών
- вредно στα ελληνικά - επιβλαβής, επιβλαβείς, επιβλαβών, επιβλαβή, βλαβερές
- вредность στα ελληνικά - insalubrity
Τυχαίες λέξεις
Вредить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληγώνω, βλάβη, επεμβαίνω, βλάπτω, πονώ, χτυπώ, τραυματίζω, παρεμβαίνω, ζημιά, ζημία, βλάβης, βλάβες
Μεταφράσεις: πληγώνω, βλάβη, επεμβαίνω, βλάπτω, πονώ, χτυπώ, τραυματίζω, παρεμβαίνω, ζημιά, ζημία, βλάβης, βλάβες