Λέξη: κασσίτερος
Σχετικές λέξεις: κασσίτερος
κασσίτερος τιμη, κασσίτερος συνώνυμα, κασσίτερος θεσσαλονίκη, κασσίτερος αγγλικά, κασσίτερος αγορά, sn κασσίτερος, κασσίτερος αλλιώς, κασσίτερος τι είναι, κασσίτερος ετυμολογία, φθοριούχος κασσίτερος
Συνώνυμα: κασσίτερος
κονσέρβα, τενεκές
Μεταφράσεις: κασσίτερος
κασσίτερος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tin, pewter, stannous, stannic
κασσίτερος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bidón, estaño, hojalata, lata, de estaño, tin
κασσίτερος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konserve, stahlblech, konservenbüchse, konservieren, dose, kanister, zinn, zinnblechbüchse, Zinn, Dose, Blech, tin
κασσίτερος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étain, plaque, fer-blanc, étamer, conserver, tôle, confire, bidon, l'étain, d'étain, boîte, tin
κασσίτερος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stagnare, stagno, barattolo, latta, lattina, di stagno, di latta, tin
κασσίτερος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estanho, tímido, enlatar, lata, Tin, de estanho, de lata
κασσίτερος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tin, blikken, tinnen, blik, blikje
κασσίτερος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жестянка, жесть, бляха, банка, вылуживать, полудить, олово, затормаживать, лудить, консервировать, лудильщик, олова, оловом, оловянный
κασσίτερος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tinn, tin, blikk, boks
κασσίτερος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
burk, tenn, tin
κασσίτερος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tinata, tina, tinaa, tinan, tin, tinattu
κασσίτερος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tin, kande, dåse, blik
κασσίτερος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konzervovat, zavařovat, cín, pocínovat, plechovka, plech, cínu, tin, konzervu
κασσίτερος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pobielać, blacha, puszka, blaszanka, konserwować, cynować, puszkować, cyna, bielić, cynowy, cyny, tin
κασσίτερος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bádog, fehérbádog, bádogedény, ón, tin, ónt, az ón
κασσίτερος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalay, teneke, tin
κασσίτερος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
олово, олов'яний, жерсть, бляха, цину
κασσίτερος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kallaj, Tin, kallaji, prej kallaji, kanaçe
κασσίτερος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
калай, калаен, ламарина, калаено, на калай
κασσίτερος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
волава, цын, олово, цынк
κασσίτερος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kanister, tina, tin, tinaga, plekk, tinast
κασσίτερος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kositar, limenka, kalaj, lim, Tin, kositra
κασσίτερος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dós, tini, Tin, tin er látið, tin er látið saman, tmi
κασσίτερος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
stannum
κασσίτερος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alavas, skardinė, skarda, alavo, skardos, tin
κασσίτερος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
alva, kanna, skārds, alvas, skārda, tin
κασσίτερος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
калајот, калај, лимени, конзерва, лим, метални
κασσίτερος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cositor, staniu, de staniu, tin, tablă
κασσίτερος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cín, konzerva, tin, kositer, kositra, kositrov
κασσίτερος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konzerva, cín, plechovka, cínu
Τυχαίες λέξεις