Λέξη: κοφτά

Σχετικές λέξεις: κοφτά

κοφτά κουρτινάκια, κοφτά τραπεζομάντηλα, ορθά κοφτά, κοφτά μαγιό, κοφτά κεντήματα, κοφτά σχέδια

Μεταφράσεις: κοφτά

κοφτά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sharply, abruptly, curtly, briskly, sharp, bluntly

κοφτά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bruscamente, repentinamente, secamente, lacónicamente, cortante, de manera cortante, brusquedad

κοφτά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
scharf, unvermittelt, kurz, knapp, schroff, kurz angebunden, barsch

κοφτά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brusquement, abruptement, vertement, soudainement, soudain, sèchement, sévèrement, subitement, brusque, ton sec, un ton sec, voix brève

κοφτά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
seccamente, curtly, bruscamente, brevemente, brusco

κοφτά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bruscamente, abruptamente, secamente, curtly, Brevemente, laconicamente

κοφτά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kortaf, abrupt, botweg, kort, curtly, kortweg, bits

κοφτά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отрывисто, круто, скоропостижно, внезапно, ожесточенно, преждевременно, резко, остро, коротко, кратко, сухо

κοφτά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
curtly

κοφτά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
curtly, tvärt, korthugget, bryskt, helt kort

κοφτά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äkisti, terävästi, äkkiä, yhtäkkisesti, yllättäen, yhtäkkiä, jyrkästi, curtly, Woodward poistatettiin tylysti paikalta, vastasi lyhyesti

κοφτά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afmålt, tvært, curtly

κοφτά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náhle, ostře, neočekávaně, úsečně, stroze, krátce, odměřeně, stručně

κοφτά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gwałtownie, nagle, przenikliwie, ostro, kąśliwie, szorstko, krótko, curtly, lakonicznie, zwięźle

κοφτά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kurtán, röviden, tömören, udvariatlanul

κοφτά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
curtly, sertçe, ters ters, başıyla

κοφτά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
круто, гостро, різко, уривчасто, раптово, коротко

κοφτά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
curtly, qarte

κοφτά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отсечено, рязко, отсече, лаконично, троснато

κοφτά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
коратка, сцісла, каротка, коротко

κοφτά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järsult, äkiliselt, teravalt, napisõnaliselt, tõredalt

κοφτά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kvar, prekid, odrješito, otresito, kratko, odsječno, je kratko

κοφτά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snögglega, curtly

κοφτά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Szorstko, atžariai

κοφτά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strupi

κοφτά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лаконски

κοφτά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tăios, curtly, scurt din, taios

κοφτά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osorno

κοφτά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náhle, úsečne, stroho, odmerane, stručne
Τυχαίες λέξεις