Вселенский στα ελληνικά
Μετάφραση: вселенский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παγκόσμιος, παγκοσμίως, οικουμενικός, Οικουμενικού, Οικουμενικό, οικουμενική, οικουμενικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вселение στα ελληνικά - ίδρυση, Η πιο παλιά, παλιά, πιο παλιά, Νωρίτερο, Earliest
- вселенная στα ελληνικά - ύπαρξη, υφήλιος, σύστημα, κόσμος, δημιουργία, σύμπαν, σύμπαντος, ...
- вселить στα ελληνικά - εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
- вселять στα ελληνικά - εμπνέω, εγκαθιστώ, κινώ, εγκαθιδρύω, σαλεύω, ενσταλάζω, τοποθετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Вселенский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παγκόσμιος, παγκοσμίως, οικουμενικός, Οικουμενικού, Οικουμενικό, οικουμενική, οικουμενικής
Μεταφράσεις: παγκόσμιος, παγκοσμίως, οικουμενικός, Οικουμενικού, Οικουμενικό, οικουμενική, οικουμενικής