Λέξη: κρατημένος

Σχετικές λέξεις: κρατημένος

γιώργος κρατημένος

Μεταφράσεις: κρατημένος

κρατημένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reserved, Held, Kept, Busy

κρατημένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
callado, reservado, celebrada, Held, celebrado, celebra, Se celebra

κρατημένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
belegt, verschlossen, reserviert, spröde, gehalten, statt, hielt, gehaltene

κρατημένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abstinent, réservâmes, réservée, réservées, contenu, discret, sobre, retenu, réservèrent, tempérant, réservés, réserva, réservai, réservé, tenue, Held, détenus, tenu, est tenue

κρατημένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contegnoso, riservato, Held, tenuto, tenuto in, tenutasi, detenute

κρατημένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
realizada, Held, Mantidos, Realizado, Detidos

κρατημένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gereserveerd, Held, gehouden, vastgehouden, hield, aangehouden

κρατημένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неласковый, осторожный, дублирующий, скрытный, нелюдимый, резервный, плацкартный, выдержанный, необщительный, запасный, запасной, сдержанный, замкнутый, забронированный, Проводится, удерживаемые, состоится, Held

κρατημένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbeholden, Held, holdt, avholdt, holdes, Holdte

κρατημένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Held, som innehas, Lagrade, Hölls, Hålls

κρατημένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varattu, juro, asiallinen, naimisissa, Held, pidettävät, hallussa, järjestetään, pidettiin

κρατημένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Held, Afholdt, Tilbageholdte, Holdt, indehaves

κρατημένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skromný, zdrženlivý, rezervovaný, vyhrazený, Held, držené, držení, Držel, držená

κρατημένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powściągliwy, wstrzemięźliwy, nierozmowny, ostrożny, Held, odbyło, odbyła, odbędzie, odbywają

κρατημένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visszahúzódó, zárkózott, Held, tartott, birtokában lévő, megrendezésre, tartotta

κρατημένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Held, Elde Tutulan, Tutulan, Vadeye, Elde Tutulacak

κρατημένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запасати, запас, забронювати, заощаджувати, фонд, проводиться, здійснюється

κρατημένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbahet, mbajtur, Held, mbajt, mbajti

κρατημένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
държани, Притежавани, Провежда, Провежда се

κρατημένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праводзіцца, ладзіцца, Вядзецца

κρατημένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kinnine, reserveeritud, Held, Hoitakse, Toimub, Toimus, hoitavad

κρατημένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rezervirano, pridržana, zatvoren, održan, se drže, Held, se drži, koja se drže

κρατημένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Held, haldinn, haldin, haldið, hélt

κρατημένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Turimos, Held, Turimi, laikomos, įvykusio

κρατημένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Held, notika, nospriedusi, notiks, nosprieda

κρατημένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одржана, Одржан, Одржани, Се одржа, одржа

κρατημένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rezervat, Held, avut loc, A avut loc, deținute, deținut

κρατημένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rezervirano, Held, potekala, potekal, je potekala, V imetništvu

κρατημένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zadaný, rezervovaný, Held, sa konalo
Τυχαίες λέξεις