Втиснуть στα ελληνικά
Μετάφραση: втиснуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιέζω, πρεσάρω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- втискивать στα ελληνικά - συνωστισμός, στύβω, πατικώνω, στριμώχνω, κολοκύθι, ζουλώ, σφίξιμο, ...
- втискиваться στα ελληνικά - κολοκύθι, πατικώνω, ζουλώ, σκουός, του σκουός, squash, κολοκύθα, ...
- втихомолку στα ελληνικά - λάθρα, κρυφίως, ύπουλα, αθόρυβα, stealthily
- втоптанный στα ελληνικά - καταπατημένος, καταπιεσμένα, τσαλαπατημένη, τσαλαπατημένου, καταδυναστευμένη
Τυχαίες λέξεις
Втиснуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιέζω, πρεσάρω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
Μεταφράσεις: πιέζω, πρεσάρω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως