Λέξη: ράμπα
Σχετικές λέξεις: ράμπα
ράμπα αμεα, ράμπα πεζοδρομίου, ράμπα αυτοκινήτου, ράμπα μοτοσυκλέτας, ράμπα φορτοεκφόρτωσης, ράμπα ανύψωσης μοτοσυκλέτας, ράμπα νέο ψυχικό, ράμπα αμεα κλίση, ράμπα αναπήρων, ράμπα ανύψωσης αυτοκινήτου
Συνώνυμα: ράμπα
αναβαθμίδα, κεκλιμένη δίοδος, κεκλιμένη επιφάνεια
Μεταφράσεις: ράμπα
ράμπα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ramp, a ramp, the ramp, ramp is
ράμπα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rampa, la rampa, rampa de, de rampa, ramp
ράμπα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anstieg, rampe, wüten, toben, Rampe, Rampen, ramp
ράμπα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grimper, descente, versant, pente, talus, rager, rampe, la rampe, de rampe, une rampe, rampe de
ράμπα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rampa, rampa di, di rampa, la rampa, dilagare
ράμπα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rampa, ramp, rampa de, de rampa, da rampa
ράμπα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oprit, helling, ramp, opvoeren, het opvoeren
ράμπα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пандус, уклон, грабить, грабеж, угрожать, бушевать, неистовствовать, отвес, ярость, бросаться, причал, аппарель, мошенничество, скат, склон, ползти, нарастить, рампы, наращивать, рампа
ράμπα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rampe, rampen, ramp, gradient
ράμπα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ramp, rampen, rampa
ράμπα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raivota, riehua, viettää, ramppi, luiska, ramp, rampin, asematasotarkastuksia
ράμπα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rampe, ramp, rampen, rampevinkel, ramper
ράμπα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rampa, svah, popínat, rampy, rampě, rampu, ramp
ράμπα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pochylnia, piąć, pochyłość, podjazd, rampa, ziemi, ramp, rampy
ράμπα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rámpa, felhajtó, átverés, ramp, rámpán, a rámpa, felfutási
ράμπα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rampa, rampası, ramp, yokuş, şahlanmak
ράμπα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гіллястий, скат, схил
ράμπα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luftoj, devijim, tatëpjetë, pjerrësi, deviacion
ράμπα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рампа, рампата, наземни, Увеличаване, на рампата
ράμπα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пахіл, скаты, скат, схіл, выгнуты
ράμπα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ramp, kaldtee, lansseerimisalus, määratsema, nõlvakuna ehitama, lennukitrepp
ράμπα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izbijanje, bjesnjeti, ispad, juriti, divljati, rampa, rampu, ucjena, platforma, namjestiti pristup
ράμπα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pallinum, rampur, aðreinina, skábraut, að pallinum
ράμπα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rampa, eiti nuožulniai, nevienodas paviršiaus lygis, nuožulnioji plokštuma, brangiai lupti
ράμπα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šantažēt, vīties, izkrāpt, šantāža, garenpārgajamības
ράμπα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рампата, рампа, отскокнат, да рампата, рампата на
ράμπα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rampă, sol, rampa, la sol, rampa de
ράμπα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rampa, ramp, rampe, uporabo rampe, rampe nastavi
ράμπα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rampa, rampy
Τυχαίες λέξεις