Λέξη: λάμπα
Σχετικές λέξεις: λάμπα
λάμπα φθορίου, λάμπα οικονομίας, λάμπα πυρακτώσεως, λάμπα θυέλλης, λάμπα g9, λάμπα uv, λάμπα πετρελαίου, λάμπα αλογόνου, λάμπα φθορισμού, λάμπα led
Συνώνυμα: λάμπα
λυχνία, φανός, αρνί, λύχνος
Μεταφράσεις: λάμπα
λάμπα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lamp, bulb, light bulb, of lamp, cap
λάμπα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
linterna, farola, farol, lámpara, lámpara de, la lámpara, de la lámpara, de lámpara
λάμπα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
laterne, lampe, Lampe, Leuchte, Lampen
λάμπα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
falot, camoufle, phénix, lanterne, lampe, luminaire, la lampe, feu, témoin, lampes
λάμπα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lume, lampada, della lampada, lampada da, lampada di, lampada a
λάμπα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lamentar, candeia, lastimar, lâmpadas, lâmpada, lâmpada de, da lâmpada, luz de, lamp
λάμπα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lamp, lampje, licht, de lamp
λάμπα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
светильник, фонарь, светоч, лампа, лампы, лампочка, индикатор
λάμπα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lampe, lykt, lampen
λάμπα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lykta, lampa, lampan, lampans
λάμπα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lamppu, valaisin, lyhty, lampun, merkkivalo, valaisimen
λάμπα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lampe, lampen, lygte, lampens, lamp
λάμπα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svítilna, svítidlo, kahan, lucerna, lampa, světlo, lampy, kontrolka
λάμπα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lampa, latarnia, lampka, lampy, lamp, światło
λάμπα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lámpa, lámpát, lámpával, lámpák
λάμπα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lamba, lambası, lambasının, lambanın, lambaları
λάμπα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нівечення, лампа, лампи
λάμπα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
llambë, llamba, Drita, llamba e, llambë të
λάμπα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лампа, фар, лампата, светлина, на лампата
λάμπα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лямпа, лампа, лямпы
λάμπα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lamp, lambi, laterna, latern
λάμπα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lampa, svjetiljka, lampica, žaruljica, žarulje
λάμπα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lampi, lampa, aftan, ljósker, peru
λάμπα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lucinaria
λάμπα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lempa, žibintas, lemputė, lempos, žibinto
λάμπα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lampa, lukturis, lampas, lampu, luktura
λάμπα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
светилка, ламба, лампа, светилката, ламбата
λάμπα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
felinar, lampă, lampa, lampă de, lămpii, lămpi
λάμπα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
svetilka, svetilko, luč, žarnica, žarnice
λάμπα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lampa, lamp, svietidlo
Στατιστικά δημοτικότητας: λάμπα
Τυχαίες λέξεις