Вуаль στα ελληνικά
Μετάφραση: вуаль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταχνιά, ομίχλη, πέπλος, αχλή, πέπλο, πέπλου, το πέπλο, καταπέτασμα, βέλο
Μεταφράσεις
- втянуть στα ελληνικά - μπλέκω, εμπλέκομαι, περιλαμβάνω, εμπλέκω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, ...
- вуалировать στα ελληνικά - τραβώ, ζωγραφίζω, πέπλος, έλκω, επισύρω, πέπλο, πέπλου, ...
- вулкан στα ελληνικά - διέξοδος, τρύπα, ηφαίστειο, ηφαιστείου, το ηφαίστειο, στο ηφαίστειο, του ηφαιστείου
- вулканизация στα ελληνικά - βουλκανισμού, βουλκανισμός, βουλκανισμό, ενθείωσης, ενθείωση
Τυχαίες λέξεις
Вуаль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταχνιά, ομίχλη, πέπλος, αχλή, πέπλο, πέπλου, το πέπλο, καταπέτασμα, βέλο
Μεταφράσεις: καταχνιά, ομίχλη, πέπλος, αχλή, πέπλο, πέπλου, το πέπλο, καταπέτασμα, βέλο