Λέξη: φλογισμένος

Συνώνυμα: φλογισμένος

επώδυνος, πονεμένος

Μεταφράσεις: φλογισμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
torrid, sore
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tórrido, llaga, dolorido, úlcera, dolor, dolor de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
glühend, wund, Hals, wunden, wunde, wunder
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aride, sec, sèche, torride, plaie, endolori, douloureux, maux, maux de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
torrido, dolorante, dolente, piaga, mal, mal di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dolorido, ferida, dor, úlcera, sensível
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pijnlijk, pijnlijke plek, pijnlijke, zere, pijn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жаркий, знойный, палящий, обжигающий, больной, боль, боль в, болит, рана
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sår, såre, øm, vondt, sårt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öm, ont, ont i, ömma, sår
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paahtava, intohimoinen, kiihkeä, kipeä, arka, haava, arkoja, arat
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
øm, ømme, ondt, ondt i, ømt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
suchý, žhavý, vyprahlý, bolavý, bolest, bolest v, bolesti v, bolavé
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
palący, wypalony, skwarny, upalny, ból, obolały, owrzodzenie, bolący, rana
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fájó, fáj, fájdalmas, seb, fáj a
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acıyan, yara, boğaz, ağrılı, ağrıyan
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
палючий, хворий, хворої, хвора, хворою, хворий на
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i lënduar, plagë, lënduar, fytit, të fytit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
знойния, възпален, възпалено, болки, болки в, възпаление на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хворы, хворай, хворае, хворы на, балючае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
palav, valus, haige, valulikkus, valulik, haav
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vreo, osušen, žarki, tropski, spržen, suh, bolan, upaljeno, bolovima, u bolovima, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sár, særindi, særindi í, eymsli, eymsli í
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žaizda, gerklės, skausminga, skauda, opus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pušums, sāpīgs, iekaisis, kakla, sāpes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воспалено, болки, болно, болното, болки во
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aprins, inflamat, dureri, durere, durere în, dureri în
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sore, vneto, boleče, vnetje, bolečine
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vášnivý, boľavý, bolavý
Τυχαίες λέξεις