Λέξη: βρογχοκήλη

Σχετικές λέξεις: βρογχοκήλη

βρογχοκήλη υποθυρεοειδισμός, βρογχοκήλη και διατροφή, πολυοζώδης βρογχοκήλη, βρογχοκήλη τι ειναι, βρογχοκήλη θυρεοειδής, βρογχοκήλη σε παιδια, εξόφθαλμος βρογχοκήλη, βρογχοκήλη θυρεοειδούς θεραπεια, βρογχοκήλη βικιπαιδεια, βρογχοκήλη και εγκυμοσυνη

Μεταφράσεις: βρογχοκήλη

βρογχοκήλη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
goitre, bronchocele, goiter, goiters, goitrous

βρογχοκήλη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
papera, bocio, el bocio, de bocio, del bocio

βρογχοκήλη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kropf, Kropf, Struma, goitre, Kröpf

βρογχοκήλη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jabot, goitre, le goitre, goitres, un goitre, goître

βρογχοκήλη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gozzo, il gozzo, goitre, di gozzo, del gozzo

βρογχοκήλη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bócio, o bócio, goitre, papeira

βρογχοκήλη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kropgezwel, struma, krop, goitre, schildkliervergroting

βρογχοκήλη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зоб, зоба, зобе, зобом, Щитовидной железы

βρογχοκήλη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
struma, goitre

βρογχοκήλη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
struma, goitre

βρογχοκήλη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
struuma, struuman, struumaa

βρογχοκήλη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
struma, strumaen, til struma, struma tilstræbes

βρογχοκήλη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vole, struma, strumy

βρογχοκήλη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wole, wola

βρογχοκήλη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
golyva, strúma, a golyva, golyvája, golyvához

βρογχοκήλη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
guatr, guatrdır, guatrı

βρογχοκήλη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зоб, воло

βρογχοκήλη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtrumë, gushë

βρογχοκήλη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гуша, на гуша

βρογχοκήλη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
валлё, вальляк, валляк

βρογχοκήλη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
struuma, struumat, kuuluvad struuma

βρογχοκήλη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
guša, gušavost

βρογχοκήλη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
goitre

βρογχοκήλη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
struma, gūžys, goitre

βρογχοκήλη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kākslis

βρογχοκήλη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Сит, струма, гуша, гушата, гушавост

βρογχοκήλη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gușă, gusa, gușa, gușei, gușă sau

βρογχοκήλη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vole, golša, golšavost, struma

βρογχοκήλη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vôle, vole, hrvoľ, frájo

Στατιστικά δημοτικότητας: βρογχοκήλη

Τυχαίες λέξεις