Вцепиться στα ελληνικά

Μετάφραση: вцепиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παγώνω, καταψύχω, κρουσταλλιάζω, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη
Вцепиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • входящий στα ελληνικά - εισερχόμενος, εισερχόμενες, εισερχόμενη, εισερχόμενων, εισερχόμενο
  • вхождение στα ελληνικά - γεγονός, καταχώρηση, συμβάν, λήμμα, περιστατικό, είσοδος, εμφάνιση, ...
  • вцепляться στα ελληνικά - κλώσημα, κατάσχω, πιάνω, απομόνωση, καταλαμβάνω, αρπάζω, κρατήστε, ...
  • вчера στα ελληνικά - χθες, εχθές, χτες, χθεσινή, χθες το
Τυχαίες λέξεις
Вцепиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παγώνω, καταψύχω, κρουσταλλιάζω, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη