Выбиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: выбиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάζω, διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, βγούμε, να βγούμε, βγούμε από, να βγει, βγει
Μεταφράσεις
- выбелить στα ελληνικά - ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία
- выбивать στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, βραβείο, γρονθοκοπώ, ηχώ, έπαθλο, νικήσει, ...
- выбивка στα ελληνικά - νοκ-άουτ, knockout, νοκ άουτ
- выбирать στα ελληνικά - μαζεύω, εκλέγω, κασμάς, εκχύλισμα, αποσπώ, υιοθετώ, συλλέγω, ...
Τυχαίες λέξεις
Выбиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάζω, διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, βγούμε, να βγούμε, βγούμε από, να βγει, βγει
Μεταφράσεις: σπάζω, διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, βγούμε, να βγούμε, βγούμε από, να βγει, βγει