Λέξη: υπογράφων
Σχετικές λέξεις: υπογράφων
ο υπογράφων, υπογράφων υπογραφόμενος, η υπογράφων, υπογράφων ή υπογεγραμμένος, κάτωθι υπογράφων, υπογράφων ή υπογραφόμενος
Συνώνυμα: υπογράφων
υπογράψας
Μεταφράσεις: υπογράφων
υπογράφων στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
signatory, signer, undersigned, the undersigned
υπογράφων στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
firmante, signatario, signatarios, signataria, firmantes
υπογράφων στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Unterzeichner, Zeichner
υπογράφων στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
signataire, signataires, signature, signé, signataires de
υπογράφων στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
firmatario, firma, firmatari, firmataria, firmato
υπογράφων στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
signatário, signatários, signatária
υπογράφων στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ondertekenaar, ondertekenende, ondertekend, hebben ondertekend, ondertekenaars
υπογράφων στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сторона, подписавший, подписавшая, подписавшей, подписавшее Конвенцию, подписавшее
υπογράφων στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
undertegner, har undertegnet, undertegn, undertegnende, signatar
υπογράφων στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tecknare, tecknaren, som undertecknat, undertecknare, signatär
υπογράφων στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
allekirjoittaja, allekirjoittanut, allekirjoittajan, allekirjoittajavaltioiden, allekirjoittaneen
υπογράφων στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
underskriver, har undertegnet, underskriveren, signatarstat, signatar
υπογράφων στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
signatář, signatární, podepsaný, signatářský, signatářem, podepsal, podepisující, smluvní stranou
υπογράφων στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sygnatariusz, podpisujący, sygnatariuszem, sygnatariusze, sygnatariuszy
υπογράφων στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aláíró, aláírója, aláírta, az aláíró, aláírt
υπογράφων στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
imzalayan, imza, taraf, imzacı, imza sahibi
υπογράφων στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
який підписав, підписав, що підписав, підписала
υπογράφων στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nënshkrues, nënshkruese, nënshkruar, nënshkruesi, nënshkrues i
υπογράφων στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подписала, подписалия, подписваща, подписалите
υπογράφων στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
які падпісаў, падпісаў, што падпісаў
υπογράφων στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
allakirjutaja, allakirjutanud, allakirjutanu, alla kirjutanud, kirjutanud
υπογράφων στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potpisnik, potpisnica, potpisnice, potpisala, potpisnika
υπογράφων στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
undirritað, Undirritaður, aðili, aðili að, undirritunaraðili
υπογράφων στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
signataras, pasirašiusi, pasirašiusios, pasirašęs, signatarė
υπογράφων στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
parakstītājs, parakstītāja, parakstījusi, parakstītājam, parakstītājvalsts
υπογράφων στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потписнички, потписник, потписникот, потписничка, потписнички на
υπογράφων στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
semnatar, semnatară, semnatare, semnatarului, semnatar al
υπογράφων στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podpisnik, podpisnica, podpisnice, podpisala
υπογράφων στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
signatár, signatára, podpisovateľ, signatárom, podpísaný poslanec
Τυχαίες λέξεις