Λέξη: λαχταρώ

Σχετικές λέξεις: λαχταρώ

λαχταρώ sarah kane βιβλιο, σάρα κέιν λαχταρώ, λαχταρώ συνώνυμα, λαχταρώ sarah kane, λαχταρώ και τρέχω να σε φτάσω, λαχταρώ σάρα κέιν, λαχταρώ της σάρα κέιν, λαχταρώ βογιατζής

Συνώνυμα: λαχταρώ

εκλιπαρώ, υπερεπιθυμώ, ποθώ, επιθυμία, επιθυμώ, λιμπίζομαι, συγκινώ, σκιρτώ, ανατριχιάζω

Μεταφράσεις: λαχταρώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ache, hanker, yearn, crave, thrill, desire
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dolor, anhelar, Hanker, anhelan, de Hanker
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leiden, schmerzen, schmerz, weh, sich sehnen, Hanker, sehnen, Gelüste haben
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
douleur, souffrir, mal, peine, Hanker, d'Hanker, de Hanker, Hanker a
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mal, male, dolere, desiderare ardentemente, hanker, bramare
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
doer, dor, ansiar, Hanker, de Hanker, suspirar por, desejar ardentemente
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pijn, wee, zeer, hunkeren naar, hanker, hunkeren
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
боль, заболеть, болеть, защемить, побаливать, мозжить, испытывать, веснушка, ломить, Hanker, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Hanker, ha god lyst, god lyst, ha god lyst på, god lyst på
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
värka, värk, hanker
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kivistää, koskea, jomottaa, sattua, kaivata, Hanker
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smerte, higer, Hanker
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bolest, dychtit, prahnout, toužit
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
boleć, ból, tęsknić, zatęsknić, westchnąć do, stęsknić się
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fájás, vágyakozik, sóvárog, Hanker
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acı, acımak, sızlamak, ağrımak, ağrı, arzulamak, can atmak, özlem duymak, özlemek, istemek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
Hanker
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhembje, digjem, jam i etur, dëshirohem, i etur, etur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бола, жадувам, копнея
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
блага, Hanker
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valu, valutama, igatsema, ihaldama
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žudnja, žudjeti, žarko željeti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verkur, hanker
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skausmas, skaudėti, geisti, Stęsknić, Ilgoties, Aistringai noras, Aistringai noreti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sāpēt, sāpes, ciest, ilgoties, tiekties
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жадувам
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
durere, plânge, Hanker, dori cu înfocare, tânji după, tânjesc
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bolet, bolest, Žudnja, Žudjeti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dychtit, túžiť, žiadostivosť, jeho žiadostivosť, dychtiť
Τυχαίες λέξεις