Выверить στα ελληνικά
Μετάφραση: выверить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρύθμιση, κανονισμός, ευθυγράμμιση, ευθυγραμμιστούν, ευθυγραμμίσει, ευθυγραμμιστεί, ευθυγραμμίστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вывезти στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, εξαγωγή, εξάγω, μετακομίζω, αφαίρεση, αφαιρέστε, ...
- выверенный στα ελληνικά - προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένη, αναπροσαρμοσμένη, προσαρμοσμένης, προσαρμοσμένου
- выверка στα ελληνικά - κανονισμός, ρύθμιση, συμφιλίωση, συμφιλίωσης, τη συμφιλίωση, της συμφιλίωσης, συνδυασμό
- выверт στα ελληνικά - στροφή, στρίβω, σειρά, κάπαρη, πλοκή, καμπή, υπεκφυγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Выверить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρύθμιση, κανονισμός, ευθυγράμμιση, ευθυγραμμιστούν, ευθυγραμμίσει, ευθυγραμμιστεί, ευθυγραμμίστε
Μεταφράσεις: ρύθμιση, κανονισμός, ευθυγράμμιση, ευθυγραμμιστούν, ευθυγραμμίσει, ευθυγραμμιστεί, ευθυγραμμίστε