Выдалбливать στα ελληνικά
Μετάφραση: выдалбливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόκωφος, σέσουλα, κούφιος, κοίλος, βαθουλωμένος, σκαρπέλο, τρυπώντας, γλύφανο, εκσκαφής, κοίλο κοπτικό εργαλείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выдаивать στα ελληνικά - γάλα, αρμέγω, ξηρό γάλα, ξηρού γάλακτος, σκόνη γάλακτος, γάλατος, αποξηραμένο γάλα
- выдалбливание στα ελληνικά - σκάψιμο, Ιουλιανός, σμιλεύσεως, gouging
- выдать στα ελληνικά - εκδίδω, αρουραίος, ξοδεύω, τεύχος, δημοσιεύω, δίνω, θέμα, ...
- выдача στα ελληνικά - θέμα, παραδίδω, μετάφραση, μερίδα, παράδοση, τεύχος, παραλαβή, ...
Τυχαίες λέξεις
Выдалбливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόκωφος, σέσουλα, κούφιος, κοίλος, βαθουλωμένος, σκαρπέλο, τρυπώντας, γλύφανο, εκσκαφής, κοίλο κοπτικό εργαλείο
Μεταφράσεις: υπόκωφος, σέσουλα, κούφιος, κοίλος, βαθουλωμένος, σκαρπέλο, τρυπώντας, γλύφανο, εκσκαφής, κοίλο κοπτικό εργαλείο