Λέξη: κυνήγι

Σχετικές λέξεις: κυνήγι

κυνήγι φάσσας, κυνήγι μαγισσών, κυνήγι τσίχλας, κυνήγι θησαυρού, κυνήγι θησαυρού για παιδιά, κυνήγι αγριογούρουνου, κυνήγι φαλαινών, κυνήγι ορτυκιού, κυνήγι με τόξο, κυνήγι λαγού, το κυνήγι

Συνώνυμα: κυνήγι

κυνηγητό, καταδίωξη, γλυφή, βλαστός, σανίδες βαρέλιου, σανίδες κιβώτιου, λαγνεία, κρέας ελαφιού, αγρίμι, κρέας ελάφου, τουφεκισμός, τουφέκισμα

Μεταφράσεις: κυνήγι

κυνήγι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hunting, hunt, shooting, chase, game

κυνήγι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cacería, caza, la caza, de caza, caza de

κυνήγι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
treibjagd, jagend, jagen, schasse, jagd, suche, Jagd, Jagen, die Jagd

κυνήγι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chasse, quête, cynégétique, recherche, la chasse, de chasse, chasser, chiens de chasse

κυνήγι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricerca, caccia, di caccia, la caccia, da caccia, della caccia

κυνήγι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caça, de caça, a caça, da caça, caçar

κυνήγι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jacht, onderzoek, zoektocht, speurtocht, speurwerk, de jacht, jagen, hunting, jacht op

κυνήγι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ловля, травля, поиск, охота, ловчий, охотничьи, охоты, охотничий, охоту

κυνήγι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
søk, jakt, leting, fangst, på jakt

κυνήγι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jakt, jakten, jaga

κυνήγι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
etsintä, hakeminen, metsästys, ajo, pyynti, jahti, etsiskely, metsästystä, metsästyksen, metsästykseen, metsästys-

κυνήγι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jagt, jagten, fangst, på jagt

κυνήγι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
myslivost, myslivecký, lov, lovecký, pátrání, myslivosti, lovecká

κυνήγι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
myślistwo, łowiectwo, polowanie, szukanie, polowania, myśliwski

κυνήγι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keresés, vadászat, falkavadászat, megrendülés, túlszabályozás, vadászó, vadászati, a vadászat, vadász, vadászatra

κυνήγι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
araştırma, arama, avcılık, av, avlanma, avcı, avı

κυνήγι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мисливство, охота, хіть, полювання, пошук, Охота, Спортивні товари Полювання, Мистецтво

κυνήγι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjah, gjueti, gjuetie, gjuetia, gjuetisë, të gjuetisë

κυνήγι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лов, ловен, лова, ловуване, ловна

κυνήγι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паляванне, ахвота, паляваньне, охота

κυνήγι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vibamine, jahindus, jahipidamine, jaht, jahi, jahipidamise

κυνήγι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
traženje, biranje, lova, lovnim, lovačkim, lovno, lov, lovstvo, lov na, lovački

κυνήγι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veiði, veiðar, dýraveiðar, Skotveiði, Hunting

κυνήγι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
venatio

κυνήγι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
medžioklė, medžioklės, medžioti, medžioklę, medžiojama

κυνήγι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
medības, meklējumi, meklēšana, meklēt, medniecība, medību, medībām, medīt

κυνήγι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ловот, лов, ловството, ловечки, лов на

κυνήγι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cercetare, vânătoare, de vânătoare, vanatoare, vânătoarea, de vanatoare

κυνήγι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lov, lova, lovski, lov na, lovu

κυνήγι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lov, poľovníctvo, lesníctvo, Myslivost, poľovníctva, Polovnictvo

Στατιστικά δημοτικότητας: κυνήγι

Τυχαίες λέξεις