Вымарывать στα ελληνικά
Μετάφραση: вымарывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρώμικος, λερωμένος, μαγαρίζω, συσκοτίζω, διαγράφω, black out, μαυρίσετε, συσκότιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вымарать στα ελληνικά - ακυρώνω, ανακαλώ, διαγράφω, συσκοτίζω, black out, μαυρίσετε, συσκότιση
- вымарывание στα ελληνικά - ακύρωση, ακυρώνω, vymaryvanie
- выматывать στα ελληνικά - εξάτμιση, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
- вымачивание στα ελληνικά - διάλυση, διαβροχή, διαβροχής, εμπότιση, τη διαβροχή
Τυχαίες λέξεις
Вымарывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρώμικος, λερωμένος, μαγαρίζω, συσκοτίζω, διαγράφω, black out, μαυρίσετε, συσκότιση
Μεταφράσεις: βρώμικος, λερωμένος, μαγαρίζω, συσκοτίζω, διαγράφω, black out, μαυρίσετε, συσκότιση