Вынуть στα ελληνικά

Μετάφραση: вынуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκχύλισμα, αποσπώ, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
Вынуть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вынужденно στα ελληνικά - πιεζόμενο, αναγκαστικά, με πίεση, εξαναγκασμένα, εξαναγκαστικά
  • вынужденный στα ελληνικά - διστακτικός, δεμένος, αναγκαίος, απρόθυμος, αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάστηκε, ...
  • вынырнуть στα ελληνικά - σειρά, στροφή, αναδύομαι, στρίβω, αναδύονται, αναδυθεί, προκύπτουν, ...
  • вынянчивать στα ελληνικά - βάγια, νοσοκόμα, vynyanchivat
Τυχαίες λέξεις
Вынуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκχύλισμα, αποσπώ, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει