Λέξη: ραμφίζω

Μεταφράσεις: ραμφίζω

ραμφίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peck, pecking, pecks, pecking at, peck at

ραμφίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
picotear, picar, picotazo, beso, Peck, peck del

ραμφίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
menge, Küsschen, picken, peck, Pecks, Kuss

ραμφίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
picotin, masse, amas, becqueter, surabondance, tripotée, bise*, tapée, quantité, picoter, volume, picorer, Peck, bise

ραμφίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
beccare, Peck, bacio, bacetto, beccata

ραμφίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
camponês, bicar, bicada, debicar, Peck, peck do, beijinho

ραμφίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overvloed, pikken, Peck, pik, kusje

ραμφίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
масса, склевать, бранить, клевать, куча, заклевывать, пек, клеваться, уйма, множество, клевок, склевывать, Пек, клюют, долбить

ραμφίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Peck, hakke, å hakke

ραμφίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
picka, peck, hack, hacka

ραμφίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nalkuttaa, motkottaa, nokkia, jankata, jankuttaa, suukko, hakata, reikä, kolo

ραμφίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hakke, Peck, pikken, pikke, fjerdingkar

ραμφίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
množství, zobat, ozobat, spousta, klovat, pusinkou, polibek, dutá míra, klovnutí

ραμφίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
garniec, wydziwiać, zgnilizna, dziobanie, kupa, podziobać, dziobać, masa, wydziobać, zastukać, muśnięcie, musnąć wargami

ραμφίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
puszi, megcsíp, Peck, csipegessék, csipegetni

ραμφίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gagalama, azar azar yemek, gaga kılavuz, gaga izi, gagalamak

ραμφίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маса, пек, множина, дзьобати, купа, загал, клювати, клюватиме, поїсть

ραμφίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
një mal, çukis, çukit, masë drithi

ραμφίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
целувчица, клъвване, едва се докосвам, клъввам, белег от клъвване

ραμφίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзяўбці, кляваць, дзюбаць

ραμφίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valima, noppima, suudlema, peck, nokkima, tsentripunkti, suudlus

ραμφίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
množina, probiti, kljucati, zobati, poljubac, peck, kljuvati

ραμφίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Peck, gogg

ραμφίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapoti snapu, knaibyti, knebenti, kirsti snapu, kaptelėjimas snapu

ραμφίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
knābiens, knābt, ātrs, kalt, mest

ραμφίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Пек, колве, на Пек, Пек го, Пек ги

ραμφίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ciuguli, ciugulire, lovi cu ciocul, grămadă, mânca puțin

ραμφίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zobat, Peck, Kljucati, Peck je

ραμφίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ďobať, jednoduchú recykláciu, únavy, únavy pri, na jednoduchú recykláciu, trhať
Τυχαίες λέξεις