Выпрямиться στα ελληνικά
Μετάφραση: выпрямиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμόζω, γίνομαι, κάθομαι, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выпрямитель στα ελληνικά - ανορθωτής, ανορθωτή, ανόρθωσης, του ανορθωτή, ανορθώσεως
- выпрямить στα ελληνικά - ισιώνω, ισοπεδώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε
- выпрямление στα ελληνικά - ανέγερση, ίσιωμα, ευθυγράμμισης, ισιώματος, τέντωμα, ευθυγραμμίσεως
- выпрямлять στα ελληνικά - δεξιός, σωστός, δικαίωμα, ανιχνεύω, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, ...
Τυχαίες λέξεις
Выпрямиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμόζω, γίνομαι, κάθομαι, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε
Μεταφράσεις: αρμόζω, γίνομαι, κάθομαι, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε