Λέξη: μανιακός
Σχετικές λέξεις: μανιακός
μανιακός εγώ ειμί το φως download, μανιακός - αθήνα 2000 στιχοι, μανιακός τα όνειρα μας στίχοι, μανιακός εγώ ειμί το φως, μανιακός - αθήνα 2000, μανιακός - ξυλοκαΐνη στιχοι, μανιακός με το κασετόφωνο, μανιακός τα όνειρα μας, μανιακός δολοφόνος, μανιακός - αθήνα 2000 lyrics
Συνώνυμα: μανιακός
μανιβέλα, τρελλός
Μεταφράσεις: μανιακός
μανιακός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lunatic, manic, maniac, maniacal, crank, serial
μανιακός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lunático, loco, maníaco, maniático, maniaco, maniac
μανιακός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
irrer, irrsinnig, manisch, draufgänger, wahnsinnige, irre, verrückte, Verrückte, Wahnsinnige, Irre, maniac, Wahnsinniger
μανιακός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fou, maboul, maniaque, loufoque, aliéné, maniac, folle, forcené
μανιακός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
folle, pazzesco, pazzo, matto, maniaco, maniac, maniaca, maniacale
μανιακός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
louco, maníaco, maniac, maníaca, maniaco
μανιακός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krankzinnige, gek, bezetene, maniac, maniak, maniak van, De Maniak, De Maniak van
μανιακός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безумец, сумасшедший, умалишенный, душевнобольной, безумный, маниакальный, умалишённый, маньяк, маньяк Роль, маньяк Роль в, маньяка, маньяком
μανιακός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
galning, maniac, gal, galningen, manisk
μανιακός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dåre, hospital, sinnessjuk, vansinnig, maniac, galning, galningen
μανιακός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
typerä, vimmainen, älytön, hullu, mieletön, raivohullu, Maniac, mielipuoli, maanikko
μανιακός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
manisk, maniac, sindssyg, galning, psykopat
μανιακός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šílenec, maniakální, ztřeštěný, pomatený, šílený, maniak, Maniac, maniaka
μανιακός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szaleniec, obłąkaniec, lunatyk, zwariowany, maniakalny, niepoczytalny, maniacki, wariat, maniak, maniac, maniakiem, maniaka, maniaczką
μανιακός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elmebeteg, mániás, mániákus, Maniac, mániákust
μανιακός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deli, manyak, Maniac, manyağı, bir manyak, çılgın
μανιακός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
блідий, маніяк, маньяк, маніяка
μανιακός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
maniak, Maniac, maniak i, i çmendur
μανιακός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маниак, Maniac, маниака, луд
μανιακός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маньяк, маньяка
μανιακός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maniakaalne, vaimuhaige, kuutõbine, maniakk, Maniac, hull, maniakki, maniaki
μανιακός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
luđak, lud, manijak, Maniac, divljak, manijaka
μανιακός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vitfirringur, Maniac
μανιακός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maniakas, Maniac, maniaku, maniakinis, Maniak
μανιακός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maniaks, Maniac, manjaks, maniaku
μανιακός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
манијак, манијакот, луди, манијакалниот
μανιακός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nebun, maniac, maniacul, maniac a
μανιακός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
blázen, manijak, maniac, blaznež, norec, maniak
μανιακός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
blázon, maniak
Τυχαίες λέξεις