Λέξη: ευάλωτος
Σχετικές λέξεις: ευάλωτος
ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτοσ αντιθετο, ευάλωτος συνώνυμα, ευάλωτος ουσιαστικό, ευάλωτος μεταφραση, ευάλωτος σημασια
Συνώνυμα: ευάλωτος
δυνάμενος να νικηθεί, νικητός
Μεταφράσεις: ευάλωτος
ευάλωτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vulnerable, vulnerability, susceptible, fragile, prone
ευάλωτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vulnerable, indefenso, vulnerables, vulnerabilidad
ευάλωτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungeschützt, empfindlich, angreifbar, verletzbar, gefährdet, verwundbar, verletzlich, anfällig, gefährdeten
ευάλωτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
passible, impressionnable, vulnérable, désarmé, sensible, vulnérables, vulnérabilité, exposés
ευάλωτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sensibile, vulnerabile, vulnerabili, vulnerabilità, esposti
ευάλωτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vulnerável, vulneráveis, vulnerabilidade
ευάλωτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gevoelig, kwetsbaar, kwetsbare, kwetsbaar zijn, kwetsbaarder
ευάλωτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ранимый, обидчивый, уязвимый, впечатлительный, уязвимы, уязвимыми, уязвимым, уязвимой
ευάλωτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
følsom, sårbar, sårbare, utsatt, sårbart, utsatte
ευάλωτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sårbar, sårbara, utsatta, känsliga, utsatt
ευάλωτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haavoittuva, arka, hellä, herkkä, haavoittuvia, alttiita, haavoittuvien, heikossa asemassa
ευάλωτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sårbar, sårbare, sårbare over, udsatte, sårbart
ευάλωτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
citlivý, zranitelný, bezbranný, zranitelné, zranitelná, zranitelnější, zranitelní
ευάλωτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezbronny, czuły, odsłonięty, wrażliwy, narażone, podatne, podatny, wrażliwe
ευάλωτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
támadható, sebezhető, veszélyeztetett, sérülékeny, kiszolgáltatott, érzékeny
ευάλωτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savunmasız, hassas, zayıf, açık, korunmasız
ευάλωτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уразливість, уразливий, вразливий, вразлива, найвразливіший, найуразливіший
ευάλωτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i prekshëm, i cenueshëm, prekshme, pambrojtur, të prekshme
ευάλωτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уязвим, уязвими, уязвима, уязвимо, уязвимите
ευάλωτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўразлівы, уразлівы, небяспечны, ўразлівым для хакерскіх нападаў
ευάλωτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haavatavus, haavatav, haavatavate, haavatavad, haavatavatele, haavatavamate
ευάλωτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osjetljiv, ranjiv, ranjiva, ranjive, ranjivi, osjetljiva
ευάλωτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðkvæm, viðkvæmt, varnarlaus, berskjölduð, viðkvæmari
ευάλωτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pažeidžiamas, pažeidžiami, pažeidžiamos, pažeidžiama, pažeidžiamų
ευάλωτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neaizsargāti, neaizsargātas, neaizsargāta, apdraud, jutīgas
ευάλωτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ранливи, ранлив, ранливите, ранлива, подложни
ευάλωτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vulnerabil, vulnerabile, vulnerabili, vulnerabilă, de vulnerabile
ευάλωτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ranljiv, ranljivi, ranljive, ranljiva, občutljiva
ευάλωτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vystavený, zraniteľný, citlivý, zraniteľné, zraniteľného, zraniteľná
Τυχαίες λέξεις