Выспрашивать στα ελληνικά
Μετάφραση: выспрашивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρόμπα, φουσκώνω, αντλία, αντλία έξω, αποστραγγίζεται, αντλήσει από, αντλούν, άντληση των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- высочайший στα ελληνικά - αυτεξούσιος, κορυφή, κυρίαρχος, ανώτατος, ηγεμόνας, υπέρτατος, Ανώτατο, ...
- высочество στα ελληνικά - υψηλότητα, υψηλότης, Υψηλότητας, Υψηλότατε, Υψηλότητος
- выспренний στα ελληνικά - ψηλός, υπερόπτης, πομπώδη, στομφώδης, εορταστικούς, μεγαλόσχημα
- выставить στα ελληνικά - διορίζω, ξεσκεπάζω, προτείνω, βάζω, εκθέτω, τοποθετώ, έκθεμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Выспрашивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρόμπα, φουσκώνω, αντλία, αντλία έξω, αποστραγγίζεται, αντλήσει από, αντλούν, άντληση των
Μεταφράσεις: τρόμπα, φουσκώνω, αντλία, αντλία έξω, αποστραγγίζεται, αντλήσει από, αντλούν, άντληση των