Λέξη: μουρμουρίζω
Σχετικές λέξεις: μουρμουρίζω
μουρμουρίζω στα αγγλικά, μουρμουρίζω αγγλικά, μουρμουρίζω συνόνυμα
Συνώνυμα: μουρμουρίζω
ερωτολογώ, γουργουρίζω σαν την περιστέρα, σιγοτραγουδώ, τραγουδώ αισθηματικά, γκρινιάζω, ψελλίζω, σιγομουρμουρίζω, ψιθυρίζω
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω
μουρμουρίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
murmur, grunt, mumble, mutter, burble, croon, grouse
μουρμουρίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gruñir, mascullar, mascar, susurrar, ronronear, algarabía, murmurar, murmullo, burbujeo, burble, borboteo, parloteo
μουρμουρίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemurmel, mauscheln, grunzen, gemauschel, Gurgeln, plappern, Plätschern, burble, murmelt
μουρμουρίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gazouillement, chuchotement, marmottement, grogner, fredonner, bruit, gronder, bruissement, frémir, barboter, bourdonner, gazouiller, murmurer, ronronner, marmonnons, marmonner, burble, murmure, murmurez
μουρμουρίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grugnire, mormorio, borbottare, mormorare, grugnito, burble, sciabordi, gorgoglio, borbottio
μουρμουρίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
murmurar, balbuciar, zumbir, assassinato, multiplicar, gaguejar, burble, borbulhar, efervesce, efervesca
μουρμουρίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
murmelen, mummelen, morren, brommen, mompelen, burble, gemompel
μουρμουρίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ворчанье, проворчать, шелест, буркнуть, бубнить, бормотать, бурчать, хрюкать, шорох, крякать, роптать, промямлить, рокотать, пробубнить, ворчание, хрюкнуть, бормотание, болтовня
μουρμουρίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grynt, burble
μουρμουρίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
muttra, mumla, burble
μουρμουρίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
höpinä, solista, mumina, jupista, höpötys, kohista, sorina, hymistä, urputtaa, kuhista, jupina, mutista, höpistä, pulputtaa, puhua pulputtaa
μουρμουρίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
burble, hakke
μουρμουρίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
brblat, brumlat, šum, šumot, zamručet, šumět, bublat, hukot, mumlat, hučet, reptání, chrochtat, bublání, šeptat, huhlat, mručet, zurčet, brebenit, broukat si, žvanit
μουρμουρίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomruczeć, pogwar, wybąkać, szept, mamrotanie, szumieć, bąkać, wymamlać, zamamrotać, sarkać, mruczenie, mruczeć, pomruk, szemranie, szmer, mamrot, trząść się, burble
μουρμουρίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
motyogás, röfögés, bokorugró, mormog, csacsog, mormolás
μουρμουρίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mırıldamak, mırıltı, fıkırdamak, burble, kanadın kenarındaki hava çalkantısı
μουρμουρίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
болван, рохкати, матуся, мовчазний, похмурий, собачка, хрюкання, бовдур, хрюкати, бурчання, хрокати, бовдуре, дурень, борей, бурмотіння, бурмотання, мимрення, бормотаніе, мурмотіння
μουρμουρίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
murmurimë, murmurit
μουρμουρίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дърдорене, кикотя се, бълбукам, бъбря, дрънкам глупости
μουρμουρίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мармытанне, балбатанне
μουρμουρίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
röhatus, pomisema, torisema, pomin, röhkima, uriseja, pobisema, vulin, puristama, vulisema, Pulputtaa, Rääkida pulputtaa
μουρμουρίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šapat, groktanje, mumljati, gunđati, zujanje, žuboriti, mrmljati, roktati, mrmljanje, šuštati, šum, progunđati, žubor
μουρμουρίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
niður, burble
μουρμουρίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
burbulinė, Trząść
μουρμουρίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
burble
μουρμουρίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
burble
μουρμουρίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
burble
μουρμουρίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lepot, šum, mulat, burble
μουρμουρίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrčte, šum, šepot, vrčaní, bublať
Τυχαίες λέξεις