Высушивать στα ελληνικά
Μετάφραση: высушивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξηρός, στραγγίζω, στεγνός, εξάτμιση, οχετός, στερεύουν, στεγνώσει, ξεραίνονται, στεγνώνουν, στερέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- высушенный στα ελληνικά - αποξηραμένα, ξηρά, ξηραίνεται, ξηράνθηκαν, ξηραίνονται
- высушивание στα ελληνικά - ξήρανση, ξήρανσης, ξηράνσεως, στέγνωμα, την ξήρανση
- высушить στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
- высушиться στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, στεγνώσει, στεγνώστε, στεγνώσουν καλά, στεγνώνετε, στεγνώσουν
Τυχαίες λέξεις
Высушивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξηρός, στραγγίζω, στεγνός, εξάτμιση, οχετός, στερεύουν, στεγνώσει, ξεραίνονται, στεγνώνουν, στερέψει
Μεταφράσεις: ξηρός, στραγγίζω, στεγνός, εξάτμιση, οχετός, στερεύουν, στεγνώσει, ξεραίνονται, στεγνώνουν, στερέψει