Λέξη: μπέικον

Σχετικές λέξεις: μπέικον

μπέικον με δαμάσκηνα, μπέικον ιδιότητες, μπέικον wiki, μπέικον συνταγές, μπέικον γαλοπούλασ, μπέικον με αυγά, μπέικον θερμίδες, μπέικον στο φούρνο, μπέικον ζωγράφος, μπέικον φράνσις

Συνώνυμα: μπέικον

καπνιστό χοιρινό, μπέικο

Μεταφράσεις: μπέικον

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bacon, of bacon, bacon of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lardo, tocino, el tocino, de tocino, beicon, del tocino
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schinkenspeck, speck, Speck, bacon, Schinken
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bacon, lard, du bacon, le bacon, de bacon
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lardo, pancetta, bacon, pancetta affumicata, speck
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bacon, toucinho, toicinho, o bacon, do bacon, de bacon
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spek, bacon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грудинка, бекон, Бэкон, беконом, бекона, Бэкона
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flesk, bacon
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fläsk, bacon
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pekoni, pekonia, bacon, pekonin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bacon, flæsk
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slanina, slaninou, špekový, slaniny, slaninu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
boczek, słonina, bekon, bacon, boczku
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szalonna, bacon, szalonnát, szalonnával, szalonnás
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
domuz pastırması, pastırma, bacon, beykın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бекон
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pastërma, proshutë, Bacon, proshutë e, pastërma derri, Bakon
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бекон, сланина, бекона, Бейкън
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бекон
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peekon, peekoni, peekoniga, bacon, peekonit
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slanina, štuka, Bacon, slaninu, slanine, špek
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flesk, beikon, Bacon, beikoni, Beikonborgari
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
arvina
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bekonas, Bacon, šoninė, kumpio, šonine
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
speķis, bekons, bekonu, bekona, speķi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сланина, сланината, со сланина, бекон, сланината на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
slănină, bacon, șuncă, sunca, slanina
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slanina, slanino, slanine, bacon, panceta
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slanina, bacon, slaniny

Στατιστικά δημοτικότητας: μπέικον

Τυχαίες λέξεις