Λέξη: τακτικά

Σχετικές λέξεις: τακτικά

τακτικά αριθμητικά, τακτικά αριθμητικά επίθετα, τακτικά λέοντος σοφού, τακτικά αριθμητικά στα αγγλικά, τακτικά ένδικα μέσα, τακτικά διοικητικά δικαστήρια, τακτικά λέοντοσ, τακτικά εξωτερικά ιατρεία, τακτικά και απόλυτα αριθμητικά, τακτικά αριθμητικά ασκήσεις

Συνώνυμα: τακτικά

συχνά, πολλάκις, μόνιμα

Μεταφράσεις: τακτικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
regularly, frequently, regular, regular basis, a regular basis
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
regularmente, con regularidad, regularidad, periódicamente, regular
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regelmäßige, regulär, regelmäßig, regelmässig, regelmäßig zu
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
régulièrement, souvent, régulière, régulièrement des, périodiquement, régulier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
regolarmente, periodicamente, regolare, regolarità, regolari
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
regularmente, regularizar, regular, periodicamente, regularidade, com regularidade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
regelmatig, dikwijls, menigmaal, gedurig, vaak, geregeld, regelmatig te, regelmatige, regelmatig op
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
регулярно, ровно, постоянно, регулярной, регулярной основе, на регулярной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jevnlig, regelmessig, jevne, ofte, jevne mellomrom
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regelbundet, löpande, jämna, jämna mellanrum, regelbundet för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
usein, monasti, monesti, säännöllisesti, säännöllisin väliajoin, säännöllisin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regelmæssigt, jævnligt, jævne, regelmæssige, med jævne
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pravidelně, pravidelné, se pravidelně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
systematycznie, regularnie, regularne, regularnego, się regularnie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendszeresen, rendszeres, szabályosan
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzenli olarak, düzenli, düzenli bir, sürekli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безперервність, слушність, порядок, лад, система, регулярно, що регулярно
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rregullisht, rregullt, të rregullt, rregullisht të, rregullta
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
редовно, редовно да, редовно се, регулярно, периодично
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэгулярна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
regulaarselt, korrapäraselt, pidevalt, reeglipäraselt
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
redovno, redovnih, točno, redovito, regularno, pravilno, se redovito
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reglulega, reglulega með, reglulega að, reglulega til
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reguliariai, nuolat, nuolatos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
regulāri, pastāvīgi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
редовно, редовно се, редовно да, редовно ги, редовна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
regulat, mod regulat, periodic, regularitate, cu regularitate
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
redno, se redno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pravidelne, pravidelné, periodicky
Τυχαίες λέξεις