Выхватывать στα ελληνικά
Μετάφραση: выхватывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάκρυ, σκίζω, αρπάζω, σχίζω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Μεταφράσεις
- выхаживать στα ελληνικά - νοσοκόμα, βράζω, υιοθετώ, θετός, ανατρέφω, βάγια, νοσηλευτή, ...
- выхватить στα ελληνικά - αρπάζω, μαστίγιο, μαστίγιο έξω, κτυπήσετε έξω, πάρετε τη, επιδείξουμε την
- выхлестать στα ελληνικά - οχετός, στραγγίζω, vyhlestat
- выхлоп στα ελληνικά - αποβολή, εξάτμιση, απέλαση, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
Τυχαίες λέξεις
Выхватывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάκρυ, σκίζω, αρπάζω, σχίζω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Μεταφράσεις: δάκρυ, σκίζω, αρπάζω, σχίζω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί