Выход στα ελληνικά
Μετάφραση: выход, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίξιμο, αυλόπορτα, αποχώρηση, απόκλιση, στόμιο, έξοδος, διέξοδος, έκβαση, αναχώρηση, επιτελείο, πύλη, θύρα, αναλογία, τιμή, τεύχος, αποσκίρτηση, αποσυνδεθείτε, αποσυνδεθείτε από, αποσυνδεθείτε από το, πραγματοποιήστε έξοδο, κάνετε έξοδο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выхлестать στα ελληνικά - οχετός, στραγγίζω, vyhlestat
- выхлоп στα ελληνικά - αποβολή, εξάτμιση, απέλαση, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
- выходец στα ελληνικά - μετανάστης, υιός, καμάρι, γιός, γιος, γιο, ο γιος
- выходка στα ελληνικά - ξεγελώ, τρικ, φρικιό, κόλπο, αφύσικο, τέχνασμα, το τέχνασμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Выход στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίξιμο, αυλόπορτα, αποχώρηση, απόκλιση, στόμιο, έξοδος, διέξοδος, έκβαση, αναχώρηση, επιτελείο, πύλη, θύρα, αναλογία, τιμή, τεύχος, αποσκίρτηση, αποσυνδεθείτε, αποσυνδεθείτε από, αποσυνδεθείτε από το, πραγματοποιήστε έξοδο, κάνετε έξοδο
Μεταφράσεις: ρίξιμο, αυλόπορτα, αποχώρηση, απόκλιση, στόμιο, έξοδος, διέξοδος, έκβαση, αναχώρηση, επιτελείο, πύλη, θύρα, αναλογία, τιμή, τεύχος, αποσκίρτηση, αποσυνδεθείτε, αποσυνδεθείτε από, αποσυνδεθείτε από το, πραγματοποιήστε έξοδο, κάνετε έξοδο