Λέξη: διακλάδωση

Σχετικές λέξεις: διακλάδωση

διακλάδωση scart, διακλάδωση αγγλικά, διακλάδωση τηλεφωνικής γραμμής, διακλάδωση ethernet, διακλάδωση συνώνυμα

Συνώνυμα: διακλάδωση

πιρούνι, πηρούνι, διχάλα, δίκρανο, υποκατάστημα, κλάδος, διχοτόμηση, διχάλωση

Μεταφράσεις: διακλάδωση

διακλάδωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ramification, branch, bifurcation, fork, branching

διακλάδωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ramificación, rama, sucursal, rama de, la rama

διακλάδωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auswirkung, verzweigung, verästelung, Niederlassung, Ast, Zweig, Filiale, Zweigniederlassung

διακλάδωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bifurcation, branche, Direction générale, succursale, la branche, section

διακλάδωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diramazione, ramo, filiale, succursale, ramo di, branca

διακλάδωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ramo, filial, galho, ramificação, sucursal

διακλάδωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tak, filiaal, aftakking, bijkantoor, branche

διακλάδωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отросток, ветвление, разветвление, ответвление, филиал, филиала, ветвь, отделение, отрасль

διακλάδωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gren, filial, grenen, avdelings, avslaget

διακλάδωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gren, filial, grenen, filialen, förgrena

διακλάδωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haarake, haarautuma, jaottelu, haaroitus, vaikutus, sivuliike, haara, branch, sivuliikkeen, sivukonttori

διακλάδωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gren, filial, branchen, branche, afdeling

διακλάδωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
větvení, rozvětvení, větev, pobočka, odvětví, pobočky, obor

διακλάδωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozwidlenie, oddział, gałąź, filia, odgałęzienie, gałęzi

διακλάδωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ág, ága, fióktelep, ágazati, ágazat

διακλάδωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şube, Branch, dal, dalı, şubesi

διακλάδωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рамі, філія, філіал, філію, филиал, філії

διακλάδωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
degë, dega, degës, dega e, degë e

διακλάδωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клон, отрасъл, филиал, клона

διακλάδωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
філіял, філія

διακλάδωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagajärg, harunemine, filiaal, haru, filiaali, osakond, oks

διακλάδωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
račvanje, grananje, grana, ogranak, podružnica, granu, poslovnica

διακλάδωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útibú, grein, útibúið, greinin

διακλάδωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
filialas, filialo, šaka, skyrius, padalinys

διακλάδωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
filiāle, zars, nozare, filiāli

διακλάδωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
филијали, гранка, филијала, филијалата, огранок

διακλάδωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ramură, sucursală, ramura, sucursale, sucursala

διακλάδωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podružnica, podružnice, veja, branch, panoge

διακλάδωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vetva, vetvu, branch, konár
Τυχαίες λέξεις