Вышить στα ελληνικά
Μετάφραση: вышить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ράβω, κεντώ, κεντούν, κεντήσω, κεντήσουν, embroider
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вышивка στα ελληνικά - κέντημα, κεντήματα, κεντήματος, κεντημάτων, κεντητική
- вышина στα ελληνικά - ύψος, λόφος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
- вышка στα ελληνικά - πύργος, πύργο, Tower, πύργου, πύργο του
- вышколенный στα ελληνικά - εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους
Τυχαίες λέξεις
Вышить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ράβω, κεντώ, κεντούν, κεντήσω, κεντήσουν, embroider
Μεταφράσεις: ράβω, κεντώ, κεντούν, κεντήσω, κεντήσουν, embroider