Λέξη: ερπετό

Σχετικές λέξεις: ερπετό

ονειροκρίτης ερπετό, κουρκουτάς ερπετό, σκορπιός ερπετό, χελώνα ερπετό, δράκος ερπετό, σκουλήκι ερπετό, χαμαιλέων ερπετό

Συνώνυμα: ερπετό

έρπων

Μεταφράσεις: ερπετό

ερπετό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reptile, reptilian, crawler, serpent, a reptile

ερπετό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reptil, reptilian, reptiles, de reptil, reptiliano

ερπετό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reptil, Reptilien-, Reptil, reptilian, Reptilien

ερπετό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reptile, reptilien, reptilienne, reptiles, reptiliens

ερπετό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rettile, rettiliano, rettiliana, rettili, rettiliani

ερπετό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
réptil, reprodução, répteis, reptilian, reptiliano, reptiliana

ερπετό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reptielen, reptiel, reptielachtige, reptielachtig, reptiliaanse

ερπετό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пресмыкающийся, раболепный, рептилия, пресмыкающееся, рептилии, рептильная, рептилиями, рептильный

ερπετό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krypdyr, reptilian, reptil, reptilsk

ερπετό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reptil, kräldjur, reptilian, reptilian som, reptiler

ερπετό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matelija, matelijat, matelijan, reptilian, reptilialaisten, reptilialaiset, reptilialaista

ερπετό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krybdyr, reptil, reptilian, krybdyrs, krybdyret

ερπετό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plaz, plazí, plazivý, plazů, reptilian

ερπετό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gad, czołg, płaz, gadzina, gadzi, reptilian, gadzia, gadzie

ερπετό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hüllő, csúszómászó, hüllőszerű, hüllők

ερπετό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürüngen, reptilian, bir sürüngen

ερπετό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
догана, рептилія, рептилия

ερπετό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zvarranik, reptiliane, reptilian, rrëshqanor, reptilianet

ερπετό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
влечуги, влечуго, на влечуго, влечугоподобните, влечугоподобни

ερπετό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэптылія, рэптылій

ερπετό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
roomaja, roomajate, reptilian, lömitav, roomajalik

ερπετό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prekorijevati, koriti, grditi, karati, gmizavac, gmazovski, reptilski, reptilska, gmazoliki

ερπετό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reptilian

ερπετό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
roplys, roplių, Gadzinowaty

ερπετό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rāpulis, reptilis, reptilian

ερπετό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Рептилите, рептили, влечуго, рептилни

ερπετό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reptilă, de reptilă, reptilian, reptiliană, reptiliene, reptilieni

ερπετό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plaz, Plazilci

ερπετό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plaz, plazí, plazia, hýbe
Τυχαίες λέξεις