Горница στα ελληνικά
Μετάφραση: горница, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοιλότητα, θαλάμη, θάλαμος, Gornitsa
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- горнило στα ελληνικά - φούρνος, κλίβανος, ζωτικός, κρίσιμος, εστία, εστίας, τζάκι, ...
- горнист στα ελληνικά - σαλπιγκτής, σαλπιγκτή
- горничная στα ελληνικά - υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι
- горнолыжник στα ελληνικά - βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
Τυχαίες λέξεις
Горница στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοιλότητα, θαλάμη, θάλαμος, Gornitsa
Μεταφράσεις: κοιλότητα, θαλάμη, θάλαμος, Gornitsa