Λέξη: περιττός

Σχετικές λέξεις: περιττός

περιττόσ βανδή, περιττός συνώνυμα, περιττός αριθμός, περιττός βανδή στίχοι, περιττός στίχοι, περιττός stixoi, περιττόσ αγγλικα

Συνώνυμα: περιττός

αταίριαστος, μόνος, αλλόκοτος, ασυνήθης, άχρηστος, άσκοπος, πλεοναστικός, διαθέσιμος, όχι αναγκαίος, αναναγκαίος, απρεπής, αδικαιολόγητος, αζήτητος, πέραν του δέοντος

Μεταφράσεις: περιττός

περιττός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unnecessary, superfluous, dispensable, odd, redundant, needless

περιττός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
superfluo, excusado, innecesario, impar, extraño, raro, extraña, impares

περιττός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unnötig, entbehrlich, überflüssig, unnütz, unwichtig, ungerade, seltsam, merkwürdig, ungeraden, seltsame

περιττός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inutile, extra-fin, superflu, oiseux, surfin, impair, bizarre, étrange, impaire, curieux

περιττός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
superfluo, inutile, dispari, strano, strana, bizzarro

περιττός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ímpar, estranho, estranha, impar, ângulo diferente

περιττός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onnodig, overtollig, overbodig, oneven, vreemd, eigenaardig, vreemde, even

περιττός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несущественный, излишний, избыточный, ненужный, непотребный, чрезмерный, лишний, необязательный, странный, странным, нечетное, нечетно, нечетным

περιττός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
unødvendig, odd, odde, merkelig, rart, ulike

περιττός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
onödig, överflödig, udda, konstigt, märkligt, odd, underligt

περιττός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarpeeton, liika, liiallinen, joutava, pariton, outoa, parittomat, outo, parittoman

περιττός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ulige, mærkeligt, underligt, mærkelig

περιττός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zbytečný, nadbytečný, nepotřebný, lichý, zvláštní, liché, divné, sudý

περιττός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbędny, niepotrzebny, zbyteczny, dziwny, nieparzysty, dziwne, nieparzysta, nieparzyste

περιττός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felesleges, páratlan, furcsa, furcsának, fura, szokatlan

περιττός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vazgeçilebilir, garip, tek, tuhaf, garip bir, küsur

περιττός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зайвий, надмірний, несуттєвий, необов'язковий, непотрібний, дивний, дивна, дивне, незвичайний

περιττός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i rastësishëm, rastësishëm, çuditshme, e çuditshme, tek

περιττός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ненужния, нечетен, странен, странно, странна

περιττός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзіўны, странный, дзіўнае, дзіўная

περιττός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vähemoluline, liigne, mittevajalik, tarbetu, veider, kummaline, paaritu, imelik, paaritud

περιττός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepotreban, izlišan, oprostiv, bespotrebno, suvišni, neobavezan, suvišan, neparan, čudan, čudno, ak, paran

περιττός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stakur, skrýtið, undarlegt, undarlega, undarleg

περιττός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
supervacuus

περιττός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
keistas, keista, nelyginis, keistai

περιττός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepāra, dīvaini, dīvaina, savādi

περιττός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непарен, непарните, чудно, непарни, чудни

περιττός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inutil, ciudat, impar, nui, ciudată, nui adevărat

περιττός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čudno, liho, odd, sodo, čuden

περιττός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
disponibilní, nepárny, párny, nepárne
Τυχαίες λέξεις