Грустить στα ελληνικά
Μετάφραση: грустить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρηνώ, μετανιώνω, πενθώ, λύπη, θλίβομαι, λυπάμαι, λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, λυπημένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- групповой στα ελληνικά - ομάδα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
- групповщина στα ελληνικά - τοπικισμός, τμηματισμός
- грустно στα ελληνικά - λυπηρά, θλιβερά, λυπημένα, δυστυχώς
- грустный στα ελληνικά - κατήφεια, ζοφερός, συγγνώμη, αξιοθρήνητος, περίλυπος, ελεγειακός, πένθιμος, ...
Τυχαίες λέξεις
Грустить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρηνώ, μετανιώνω, πενθώ, λύπη, θλίβομαι, λυπάμαι, λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, λυπημένο
Μεταφράσεις: θρηνώ, μετανιώνω, πενθώ, λύπη, θλίβομαι, λυπάμαι, λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, λυπημένο