Λέξη: προκατειλημμένος

Σχετικές λέξεις: προκατειλημμένος

προκατειλημμένος σημασια, προκατειλημμένος αντιθετα, προκατειλημμένος αγγλικα, προκατειλημμένος συνωνυμο, προκατειλημμένος αντωνυμο, προκατειλημμένος ορισμος, προκατειλημμένος translate, προκατειλημμένοσ προταση

Συνώνυμα: προκατειλημμένος

μεροληπτικός, φανατικός, ικτερικός, φθονερός

Μεταφράσεις: προκατειλημμένος

προκατειλημμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
biased, jaundiced, prejudiced, bigoted, biassed

προκατειλημμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ictérico, ictericia, con ictericia, ictérica, jaundiced

προκατειλημμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
voreingenommen, gelbsüchtig, zynisch, Gelbsucht, jaundiced, icterisch

προκατειλημμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tendancieux, partial, désapprobateur, jaunisse, ictère, ictérique, une jaunisse

προκατειλημμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
itterico, jaundiced, ittero, itterici, itterica

προκατειλημμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
invejoso, icterícia, ictérico, ictéricos, com icterícia

προκατειλημμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eenzijdig, partijdig, geelzuchtig, pessimistisch, jaundiced, kopergrauwe, geelzucht

προκατειλημμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
желчный, желтуха, желтухой, желтушный, желтушное

προκατειλημμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gulsott, jaundiced, har gulsott, jaundiced på, Gunsten gulaktig

προκατειλημμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jaundiced, MISSUNNSAM, fördomsfull, smittad med gulsot, gulsot

προκατειλημμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harhainen, kateellinen, karsain, katkera, keltaisuutta, kyyninen

προκατειλημμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jaundiced, gulfarvning af huden, mistænksomhed

προκατειλημμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tendenční, podjatý, znechucený, žloutenku, žloutenka, zatrpklý, žlutý

προκατειλημμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chory z zazdrości, żółciowy, żółtaczkę, jaundiced, na żółtaczkę

προκατειλημμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
epés, kaján, irigy, icterusos, icterus

προκατειλημμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sarılıklı, jaundiced, sarılık, sarılığı, önyargılı

προκατειλημμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тенденційний, схилений, упереджений, жовчний, жовчну, жовчна

προκατειλημμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i verdhë, i sëmurë nga verdhëz, sëmurë nga verdhëz

προκατειλημμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предубеден, жълтеница, с жълтеница, предубеждение, неприятния

προκατειλημμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жоўцевая, жоўцевы, жоўцевую, жоўцевых, жоўчны

προκατειλημμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eelarvamuslik, erapoolik, Küüniline, ikterus ehk nahakollasus, kollatõbine, kollatõbine kui

προκατειλημμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pristran, polariziran, požuteo, jaundiced

προκατειλημμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gulu

προκατειλημμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
geltonas, pavydus, sergantis gelta, Aizspriedumains, Nenovīdīgs

προκατειλημμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nenovīdīgs, aizspriedumains, skaudīgs, dzeltes

προκατειλημμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цинични, пристрасно, жолтица, предубеден, иктеричните

προκατειλημμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
părtinitor, jaundiced, icter, palid, preconceput

προκατειλημμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jaundiced

προκατειλημμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
znechutený, znechutenú

Στατιστικά δημοτικότητας: προκατειλημμένος

Τυχαίες λέξεις