Λέξη: προκαταλαμβάνω

Συνώνυμα: προκαταλαμβάνω

προδιαθέτω, δημιουργώ προκατάληψη, ζημιώ, προδιαθέτω ευνοϊκά, προδιαθέτω ευμενώς

Μεταφράσεις: προκαταλαμβάνω

προκαταλαμβάνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anticipate, prepossess, bias

προκαταλαμβάνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anticipar, prever, predisponerles, predisponerles en

προκαταλαμβάνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorhersehen, voraussehen, voraussagen, erwarten, vorhersagen, prepossess

προκαταλαμβάνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doubler, anticipent, anticipez, prévenir, attendre, entrevoir, espérer, prédire, anticiper, préjuger, anticipons, deviner, prévoir, devancer, dépasser, précéder, prepossess

προκαταλαμβάνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prevedere, anticipare, preannunziare, prepossess

προκαταλαμβάνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
predispor, causar boa impressão em, inclinar

προκαταλαμβάνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prejudiciëren, anticiperen, vooruitlopen, gunstig stemmen

προκαταλαμβάνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предвкушать, предвосхищать, приближать, делать, предусмотреть, надеяться, поджидать, предвосхитить, ждать, предвидеть, чаять, предусматривать, ожидать, дожидаться, ускорять, упредить, внушать

προκαταλαμβάνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forutse, prepossess

προκαταλαμβάνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påräkna, föregripa, förutse, förekomma, GÖRA NGN VÄLVILLIGT INSTÄLLD MOT

προκαταλαμβάνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ennustaa, arvata, ennakoida, ounastella, prepossess

προκαταλαμβάνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prepossess

προκαταλαμβάνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
anticipovat, předpovědět, předpovídat, předjímat, předejít, předvídat, čekat, očekávat, tušit, předbíhat, předcházet, inspirovat, zcela zaujmout, zmocnit se

προκαταλαμβάνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oczekiwać, wyprzedzać, uprzedzać, zamierzać, wyprzedzić, przewidywać, zakładać, przewidzieć, antycypować, owładnąć, usposabiać, natchnąć kogoś czymś

προκαταλαμβάνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hatással van rá, elfogulttá tesz vmi javára

προκαταλαμβάνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beklemek, aklını çelmek, etkilemek, kafasına takılmak, aklını kurcalamak, cezbetmek

προκαταλαμβάνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передбачити, використовувати, смакувати, робити, вселяти, навіювати, викликати

προκαταλαμβάνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bëj për vete, merakos, influencoj, ndikoj, tërheq

προκαταλαμβάνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поглъщам, предразполагам, вдъхвам, завладявам, създавам предубеждение

προκαταλαμβάνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чакаць, выклікаць, ўнушаць, пераконваць, унушаць, сеяць

προκαταλαμβάνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ootama, prepossess

προκαταλαμβάνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaokupiti, obuzeti, pridobiti, ulijevati

προκαταλαμβάνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prepossess

προκαταλαμβάνω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
praefero

προκαταλαμβάνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Žiūrėjau, Įkvėpti, Perimti, Owładnąć, Turintieji sau

προκαταλαμβάνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noskaņot, iedvesmot, pārņemt

προκαταλαμβάνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
prepossess

προκαταλαμβάνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aştepta, prevedea, predispune, prejudeca, ocupa dinainte

προκαταλαμβάνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prepossess

προκαταλαμβάνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tušiť, inšpirovať
Τυχαίες λέξεις