Дальновидность στα ελληνικά

Μετάφραση: дальновидность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προνοητικότητα, όραση, όραμα, όρασης, οράματος, όραμά
Дальновидность στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дальнобойность στα ελληνικά - φάσμα, εμβέλεια, διακυμαίνομαι, σειρά, εύρος, γκάμα
  • дальнобойный στα ελληνικά - μεγάλης εμβέλειας, μεγάλου βεληνεκούς, μακράς εμβέλειας, μεγάλες αποστάσεις, μεγάλη απόσταση
  • дальновидный στα ελληνικά - διορατικός, προνοητικός, πρεσβυώπας, οξυδερκής, οξυκερδής, διορατική
  • дальнозоркий στα ελληνικά - προνοητικός, διορατικός, υπερμετρωπικό, υπερμετρωπική, υπερμετρωπικά, υπερμετρωπικής, υπερμετρωπικού
Τυχαίες λέξεις
Дальновидность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προνοητικότητα, όραση, όραμα, όρασης, οράματος, όραμά