Λέξη: πρωτοπόρος
Σχετικές λέξεις: πρωτοπόρος
πρωτοπόρος συνώνυμα, πρωτοπόρος 10, πρωτοπόρος english, ο πρωτοπόρος, πρωτοπόρος iv, πρωτοπόρος στολές, πρωτοπόρος ορισμός, πρωτοπόρος λεξικο
Συνώνυμα: πρωτοπόρος
σκαπανεύς
Μεταφράσεις: πρωτοπόρος
πρωτοπόρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pioneer, champion, a pioneer, leader, leading
πρωτοπόρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
iniciador, pionero, pionera, pionero de, pioneros, pionero en
πρωτοπόρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pionier, neuerer, Pionier, Vorreiter
πρωτοπόρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pionnier, sapeur, innovateur, pionnière, pionniers, pionnier de, précurseur
πρωτοπόρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pioniere, pioniera, pionieri, pionieristico, pioneer
πρωτοπόρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pioneiro, precursor, bandeirante, cor-de-rosa, pioneira, pioneiros, pioneiras, pioneiro da
πρωτοπόρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pionier, genist, baanbrekend, voortrekker, baanbreker, Pioneer, pionier op het gebied, pionier op, pioniers
πρωτοπόρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
первопроходец, инициатор, застрельщик, пионер, первооткрыватель, первопечатник, Pioneer, пионером, первопроходцем, пионера
πρωτοπόρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pioner, pioneer, pioneren, foregangsland
πρωτοπόρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pionjär, pioneer, föregångare, gångare
πρωτοπόρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uudisasukas, kehittää, uranuurtaja, edelläkävijä, pioneeri, Pioneer, edelläkävijänä
πρωτοπόρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
foregangsmand, pioner, Pioneer, pioner inden, pioneren
πρωτοπόρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zákopník, průkopník, pionýr, Pioneer, průkopníkem, průkopníka, Firma Pioneer
πρωτοπόρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pionierstwo, torowanie, pionier, pionierski, pionierem, pioniera, pioneer
πρωτοπόρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árkász, utász, pionír, úttörő, Pioneer, úttörője, A Pioneer
πρωτοπόρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öncü, Pioneer, öncüsü, öncülük, öncüdür
πρωτοπόρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
піонер, Пионер
πρωτοπόρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jam i pari, pionier, pioniere, pionier i, nismëtar
πρωτοπόρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пионер, Pioneer, на Pioneer, Пайъниър, пионерите
πρωτοπόρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
піянер, піянэр
πρωτοπόρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pioneer, teerajaja, teerajajaks
πρωτοπόρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pionir, PIONEER, pionirski, pionira, o PIONEER
πρωτοπόρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forliði, brautryðjandi, frumkvöðull, fararbroddi
πρωτοπόρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pradininkas, pionierius, PIONEER, pradininkė, pirmauja
πρωτοπόρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pionieris, celmlauzis, pionieri, pirmajā vietā, pioneer
πρωτοπόρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пионер, пионери, пионерски, пионерот
πρωτοπόρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pionier, pionierat, de pionierat, de la Pioneer, pionierul
πρωτοπόρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pionir, začetnik, pionirsko, pionir na, začetnica
πρωτοπόρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priekopník, priekopníkom, priekopník v
Τυχαίες λέξεις