Дама στα ελληνικά
Μετάφραση: дама, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντροφος, ταίρι, κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дальтонизм στα ελληνικά - αχρωματοψία, colorblindness, το colorblindness
- дальше στα ελληνικά - επόμενος, περαιτέρω, μετά, μακρύτερος, παραπέρα, επιπλέον, περισσότερες, ...
- даман στα ελληνικά - Daman, Νταμάν
- дамаск στα ελληνικά - Δαμάσκο, Δαμασκό, Δαμασκού, Δαμασκός, τη Δαμασκό
Τυχαίες λέξεις
Дама στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντροφος, ταίρι, κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
Μεταφράσεις: σύντροφος, ταίρι, κυρία, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που