Λέξη: βάση

Σχετικές λέξεις: βάση

βάση ποδηλάτου, βάση τηλεόρασης τοίχου, βάση laptop, βάση γωνιακού τροχού, βάση ή βάσει, βάση οθόνης, βάση diego garcia, βάση στήριξης αυτοκινήτου, βάση δεδομένων, βάση ποδηλάτου για αυτοκίνητο, βάση τηλεόρασης

Συνώνυμα: βάση

κρεβάτι, κλίνη, κρεββάτι, κοίτη, βυθός, θεμέλιο, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού, χαμερπής, πόδι, πρόποδες, πους, άκρο, αρχή, βουνό, όρος, λόφος, ανάβαση, ίππος, έδαφος, χώμα, άλεση, αιτία, πάτημα, στήριγμα, ίππευση, βάθρο

Μεταφράσεις: βάση

βάση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
basis, base, based, the basis, basis of

βάση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fundamento, cimiento, base, forma, bases, base de

βάση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fundament, basis, grundlage, Grundlage, Basis, aufgrund

βάση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
principe, fondement, fond, assise, base, socle, fonction, partir, titre

βάση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fondamento, base, basi, funzione, in base

βάση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
base, com base, bases, função, forma

βάση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grondslag, grondtal, grond, grondvlak, basis, base, hand, basis van

βάση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
базис, база, резон, основание, подоплека, фундамент, основа, устои, основой, основе, основу

βάση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grunnlag, basis, grunnlaget, bakgrunn, grunn

βάση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grund, grundval, basis, grunden, utgångspunkt

βάση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perusta, tyvi, kivijalka, pohja, kanta, alusta, perusteella, pohjalta, perustana, perustan

βάση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
basis, grundlag, baggrund, grundlaget, ud

βάση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
báze, základna, podstata, základ, podklad, základem, základy, základu, podkladem

βάση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasada, baza, podstawa, podstawą, podstawę, podstawy

βάση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alap, bázis, alapján, alapon, alapját

βάση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
temel, baz, temeli, temelini, esas

βάση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
засновування, база, базя, базис, підвалина, основа, основи, основу

βάση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bazë, baza, bazën, bazë e, bazë të

βάση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
основа, база, основание, базата, всеки

βάση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аснова, падмурак

βάση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alus, alusel, põhjal, aluseks, aluse

βάση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
temelj, osnova, osnovu, osnove, osnovica

βάση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grundvöllur, grundvelli, grunnur, undirstaða, grundvöll

βάση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagrindas, pagrindu, pagrindą, pagrindo, bazė

βάση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pamats, bāze, pamatu, pamatojums, pamata

βάση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
основа, база, ниво, основата, основ

βάση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
temei, fond, bază, baza, mod, bază de

βάση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
základ, báze, podlaga, osnova, podlage, podlago, osnovo

βάση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
základ, báze, podstata, základom, základu, základ pre, základe

Στατιστικά δημοτικότητας: βάση

Τυχαίες λέξεις