Дегенерировать στα ελληνικά

Μετάφραση: дегенерировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδεινώνω, χειροτερεύω, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
Дегенерировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дегенеративный στα ελληνικά - έκφυλος, εκφυλίζομαι, εκφυλιστική, εκφυλιστικές, εκφυλιστικών, εκφυλιστικής, των εκφυλιστικών
  • дегенерация στα ελληνικά - εκφύλιση, εκφυλισμός, εκφυλισμό, εκφυλισμού, κηλίδας
  • деготь στα ελληνικά - κλυδωνίζομαι, πίσσα, κατράμι, ναύτης, πίσσας, σε πίσσα, tar, ...
  • деградация στα ελληνικά - υποβάθμιση, η υποβάθμιση, υποβάθμισης, αποικοδόμηση, αποδόμηση
Τυχαίες λέξεις
Дегенерировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδεινώνω, χειροτερεύω, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες