Λέξη: ευανάγνωστος

Συνώνυμα: ευανάγνωστος

αναγνώσιμος

Μεταφράσεις: ευανάγνωστος

ευανάγνωστος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
legible, readable, to read, easy to read, legibility

ευανάγνωστος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
legible, legibles, legible por, lectura, leer

ευανάγνωστος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leserlich, lesbar, lesbaren, lesbare

ευανάγνωστος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lisible, lisibles, lisible par, lecture, lisibles par

ευανάγνωστος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
leggibile, leggibili, lettura, leggibilità

ευανάγνωστος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
legível, legíveis, leitura, lido, readable

ευανάγνωστος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leesbaar, leesbare, leesbaar is, gelezen, afleesbaar

ευανάγνωστος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
четкий, удобочитаемый, разборчивый, для чтения, читаемым, читаемый, читается

ευανάγνωστος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lesbar, lesbare, lesbart, leses

ευανάγνωστος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läsbar, läsbara, läsbart

ευανάγνωστος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selvä, luettava, luettavissa, luettavassa, luettavia, luettavissa oleva

ευανάγνωστος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
læsbar, læses, læsbare, læsbart, læselig

ευανάγνωστος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čitelný, čitelné, čitelná, čitelných, čitelnou

ευανάγνωστος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czytelny, odczytu, czytelne, do odczytu, odczytywalny

ευανάγνωστος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
olvasható, által olvasható, leolvasható, olvashatók, olvashatóvá

ευανάγνωστος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
okunaklı, okunabilir, okunabilen, okunabilir bir, tarafından okunabilir

ευανάγνωστος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чіткість, легкий для читання, чіткий, зручний для читання

ευανάγνωστος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i lexueshëm, lexueshëm, lexueshme, të lexueshme, e lexueshme

ευανάγνωστος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
четлив, за четене, четима, четим, се чете

ευανάγνωστος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёгкачытальным

ευανάγνωστος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
loetav, loetavad, loetava, loetavaks, loetavas

ευανάγνωστος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čitak, čitljiv, čitljivi, čitljiva, može čitati, čitljivom

ευανάγνωστος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
læsileg, læsilegri, læsilegu formi, læsilegur, lesanlegt

ευανάγνωστος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įskaitomas, skaitymo, nuskaitoma, skaitoma, įskaitomi

ευανάγνωστος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lasāms, lasāma, lasāmā, salasāms, lasāmu

ευανάγνωστος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
читлив, може да се чита, читлива, читливи, чита

ευανάγνωστος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lizibil, poate fi citit, ușor de citit, fi citit, poate fi citită

ευανάγνωστος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
berljivo, berljiva, berljivi, berljive, čitljivi

ευανάγνωστος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čitateľný, čitateľné
Τυχαίες λέξεις