Декларировать στα ελληνικά
Μετάφραση: декларировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαλαλώ, προκηρύσσω, καταδεικνύω, προφέρω, δηλώνω, δηλώνουν, δηλώσει, κηρύξει, να αναγνωρίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- декларативный στα ελληνικά - ξιπασμένος, δηλωτικός, δηλωτικό, αναγνωριστική, αναγνωριστικής, δηλωτικό χαρακτήρα
- декларация στα ελληνικά - γνωμάτευση, κήρυξη, εξαγγελία, δήλωση, Διακήρυξη, διασάφηση, Διακήρυξης, ...
- деклассированный στα ελληνικά - λούμπεν
- деклинатор στα ελληνικά - deklinator
Τυχαίες λέξεις
Декларировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαλαλώ, προκηρύσσω, καταδεικνύω, προφέρω, δηλώνω, δηλώνουν, δηλώσει, κηρύξει, να αναγνωρίσει
Μεταφράσεις: διαλαλώ, προκηρύσσω, καταδεικνύω, προφέρω, δηλώνω, δηλώνουν, δηλώσει, κηρύξει, να αναγνωρίσει