Λέξη: αθέτηση
Σχετικές λέξεις: αθέτηση
αθέτηση συμφωνίας, αθέτηση συμβολαίου, αθέτηση πληρωμών, αθέτηση συμβολαίου ενοικίασης, αθέτηση υπόσχεσης, αθέτηση σύμβασησ, αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, αθέτηση υποχρέωσησ
Συνώνυμα: αθέτηση
ρήγμα, θραύση, ρήξη, παράβαση νόμου, παράβαση συμβολαίου, παράλειψη, φυγοδικία, απουσία, αμέλεια
Μεταφράσεις: αθέτηση
αθέτηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
default, breach, breach of, failure, a breach
αθέτηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
defecto, predeterminada, predeterminado, por defecto, forma predeterminada
αθέτηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nichterscheinen, vorgegeben, nichteinhaltung, ziel, verzug, versäumnis, mangel, unterlassung, nichtzahlung, nichtantreten, Default, Voreinstellung, Standard, standardmäßig
αθέτηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abandon, contumace, implicite, manquement, défaut, par défaut, valeur par défaut
αθέτηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
difetto, predefinito, predefinita, impostazione predefinita, di default
αθέτηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
omissão, padrão, predefinição, default, predefinido
αθέτηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzuim, verstek, gebrek, standaard, standaardstijl opnieuw instellen
αθέτηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
брак, неисполнение, упущение, замалчивание, отсутствие, неплатёж, нехватка, неуплата, неявка, невыполнение, дефолт, умолчанию, По умолчанию, Default
αθέτηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
standard, som standard, mislighold
αθέτηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
standard, default, förvalda, som standard
αθέτηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laiminlyödä, vajaus, oletusarvo, oletuksena, oletusjärjestys, oletus, oletusarvoisesti
αθέτηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
standard, misligholdelse, Standardindstillingen, som standard
αθέτηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
implicitní, zanedbání, standardní, prodlení, výchozí, default, výchozím
αθέτηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
domyślny, nieobecność, uchybienie, zaniedbanie, odmawiać, zaoczny, walkower, brak, standardowy, domyślne, domyślnym, domyślna, domyślną
αθέτηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fizetésképtelenség, késedelem, alapértelmezett, alapértelmezés, az alapértelmezett, alapértelmezés szerint, késedelmi
αθέτηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
varsayılan, default, öntanımlı
αθέτηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
замовчування, брак, недостача, неявка, дефолт, дефолту
αθέτηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mospagim, parazgjedhur, parazgjedhje, paracaktuar, e parazgjedhur
αθέτηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неустойка, подразбиране, по подразбиране, неизпълнение
αθέτηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дэфолт
αθέτηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaikimisi, default, maksejõuetuse
αθέτηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uobičajeno, propust, zadana, default, zadani, zadane, zadanu
αθέτηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálfgefið, sjálfgefna, vanræksla, sjálfgefinn, sjálfgefin
αθέτηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
numatytasis, nutylėjimą, numatytoji, numatytąjį, pagal nutylėjimą
αθέτηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saistību nepildīšana, noklusējuma, noklusēto, noklusējums, noklusētais
αθέτηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стандардната, стандардно, дифолт, стандардните, стандардниот
αθέτηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lipsă, implicit, implicită, maternă, mod implicit
αθέτηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
privzeto, privzeta, privzeti, privzete, privzetega
αθέτηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štandardné, Štandardný, štadartný, štandardnej, štandardná
Τυχαίες λέξεις