Λέξη: σανίδα
Σχετικές λέξεις: σανίδα
σανίδα snowboard, σανίδα sup, σανίδα κολύμβησησ, σανίδα ισορροπίας, σανίδα του καρνεάδη, σανίδα μπανιέρας, σανίδα ηλία, σανίδα σωτηρίας αγγλικά, σανίδα σερφ, σανίδα γιόγκα
Συνώνυμα: σανίδα
επιτροπή, πινακίδα, πλευρά πλοίου, χαρτόνι, οικοτροφία, σανίς, μέρος πολιτικού προγράμματος
Μεταφράσεις: σανίδα
σανίδα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
board, plank, surfboard, panel, the board
σανίδα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cartón, tabla, placa, consejo, tablón, tablón de, plancha, del tablón
σανίδα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tisch, brett, paneel, verpflegung, planke, baugruppe, platte, gremium, schultafel, tafel, Brett, Planke, plank, Diele, Dielen
σανίδα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ais, bureau, direction, table, avis, pont, gouvernement, commission, régie, conseil, gestion, tableau, comité, panneau, monter, nourriture, planche, planches, lame, planche de, frise
σανίδα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bordo, commissione, asse, tabellone, tavola, quadro, plancia, plank, della plancia
σανίδα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tábua, placa, prancha, prancha de, plank, da prancha
σανίδα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanklampen, plank, bord, tafel, tablet, plank raad, planken, breedstrook, stroken
σανίδα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
столоваться, коллегия, управление, тесина, доска, харчи, комитет, полка, питание, департамент, министерство, рада, коммутатор, пища, планшет, совет, планка, доски, планки, доску
σανίδα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bord, tavle, brett, planke, plank, planken, plankene
σανίδα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
planka, tavla, kost, bord, nämnd, plankan, plank, programpunkt
σανίδα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lautakunta, laita, lankku, taulu, pöytä, lauta, plank, lankun, lautaa
σανίδα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bræt, planke, plank, planken, programpunkt
σανίδα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
správa, deska, paluba, strava, úřad, rada, nasednout, stůl, představenstvo, sbor, nastoupit, prkno, lepenka, tabule, výbor, zabednit, Plank, prkna, prkénko
σανίδα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plansza, wsiąść, dylować, burta, kolegium, wsiadać, komisja, kolacja, stołować, deska, płytka, pokład, płyta, wikt, zarząd, komitet, tarcica, plank, deski, desek
σανίδα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keménypapír, sakktábla, hajóoldal, hajóoldalfal, papírlemez, deszka, palló, palánk, eleme, deszkát
σανίδα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tahta, plank, şezlong, tahtası, şezlong güneş
σανίδα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пансіон, стіл, правління, пораду, бортик, рада, дошка, Вхід Рос Дошка, доска, Рос Дошка, дошку
σανίδα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dërrasë, tabelë, drejtorí, pikë, pikë e, dërrasë të, mjet shpëtimi
σανίδα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диска, дъска, талпа, дъската, дъски, дъсчена
σανίδα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дошка, доска
σανίδα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laud, plaat, juhatus, plank, mõtteviisi, tasapinnaliste, laua
σανίδα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
shema, odbor, hrana, daska, dasaka, od dasaka, načelo, složeni kao ploča
σανίδα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fæði, bjálkann, bjálkanum, skjaldþilit
σανίδα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tabula
σανίδα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lenta, laivo, Plank, lentų, lentjuostė, apkalti lentomis
σανίδα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dēlis, planka, dēļu, plank, dēļi
σανίδα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
штица, штицата, гредата, начело, штица и тргна
σανίδα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scândură, placă, scandura, scândură de, scînduri
σανίδα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rada, plank, Deska, desk, usmeritev, desko
σανίδα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rada, zabednit, zadebniť
Τυχαίες λέξεις