Деликатный στα ελληνικά
Μετάφραση: деликатный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεπτός, φίνος, ευσυνείδητος, μαλθακός, τρυφερός, λεπτολόγος, μαλακός, ευαίσθητος, λεπτή, λεπτό, ευαίσθητη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- деликатно στα ελληνικά - ωραία, όμορφα, Εξαιρετική, καλά, πολύ καλά
- деликатность στα ελληνικά - λιχουδιά, λεπτότητα, διπλωματικότητα, έδεσμα, λιχουδιάς, ευαισθησία
- деликт στα ελληνικά - αδίκημα, ζημιά, αδικοπραξία, αδικοπραξίας, αδικοπραξιών
- делимое στα ελληνικά - μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
Τυχαίες λέξεις
Деликатный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεπτός, φίνος, ευσυνείδητος, μαλθακός, τρυφερός, λεπτολόγος, μαλακός, ευαίσθητος, λεπτή, λεπτό, ευαίσθητη
Μεταφράσεις: λεπτός, φίνος, ευσυνείδητος, μαλθακός, τρυφερός, λεπτολόγος, μαλακός, ευαίσθητος, λεπτή, λεπτό, ευαίσθητη