Λέξη: ζόρι

Σχετικές λέξεις: ζόρι

τραβάω ζόρι, ζόρι ετυμολογια

Συνώνυμα: ζόρι

δύναμη, ισχύς, βία, ένταση, τάση, τέντωμα, προσπάθεια, γένος, στρες, άγχος, πίεση, έμφαση, καταναγκασμός, εξαναγκασμός, αναγκασμός

Μεταφράσεις: ζόρι

ζόρι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
strain, force, compulsion, barely, forcibly

ζόρι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esfuerzo, esforzarse, casta, raza, fuerza, vigor, la fuerza, fuerza de, vigente

ζόρι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verzerrung, dehnung, anspannen, weise, melodie, rasse, filtrieren, filtern, anstrengung, verdehnung, spannung, belastung, strapaze, deformation, beanspruchung, dehnen, Kraft, Gewalt

ζόρι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
foulure, effort, naissance, tentative, tendance, mélodie, accablement, fatiguer, tension, entorse, bander, souche, surmenage, air, chargement, droiture, force, vigueur, la force, active, force de

ζόρι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sforzare, fatica, stirpe, tensione, aggravio, sforzo, razza, forza, vigore, forza di, vigenti, la forza

ζόρι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casta, estirpe, melodia, toada, raça, vigor, força, força de

ζόρι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wijsje, deun, deuntje, melodie, inspanning, ras, stam, kracht, geweld, werking, van kracht, geldende

ζόρι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
натужиться, натуга, переутомлять, напрячь, натягивать, напруживать, процеживать, фильтровать, натяжка, напряжение, напружиться, поэзия, сжимать, растяжение, стиль, обнимать, сила, силы, силой, усилие, силу

ζόρι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
belastning, rase, kraft, makt, styrke, kraften

ζόρι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ansträngning, anstränga, ras, kraft, gällande, andet, kraften

ζόρι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seuloa, rotu, rasite, laji, rasitus, koetella, pinnistys, ponnistaa, voima, voimassa, voimaan, voimaa, voiman

ζόρι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kraft, force, gældende, gælder

ζόρι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přepnout, plemeno, přepínat, pnutí, natáhnout, překrucovat, rasa, náběh, napětí, napnout, úsilí, vypnout, namáhat, námaha, síla, síly, silou, sílu, sil

ζόρι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
napiąć, naderwać, nadwyrężyć, sączyć, pochodzenie, naciągnięcie, przemęczenie, mordęga, naprężać, natężenie, ślad, przemęczać, forsowanie, cedzić, wysiłek, odkształcić, siła, moc, siły, siłą, siłę

ζόρι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
húzódás, megterhelés, feszülés, rándulás, feszültség, baktériumtörzs, erő, hatályba, hatályos, hatályban, erőt

ζόρι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
melodi, ezgi, soy, kuvvet, kuvveti, güç, gücü, force

ζόρι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роде, розтягнення, розтягання, рід, плем'я, сила

ζόρι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
forcë, fuqi, forca, forcë e, forca e

ζόρι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сила, сила на, действащите, сили

ζόρι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сіла, моц

ζόρι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pinge, venitus, tõug, jõud, kehtivate, jõu, jõudu, jõus

ζόρι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pritisak, vući, žica, crta, natezanje, napinjati, sila, snaga, snage, sile, snagu

ζόρι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gildi, afl, Force, valdi, kraftur

ζόρι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
melodija, veislė, arija, jėga, jėgos, force, pajėgos

ζόρι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķirne, tēma, melodija, cilts, ārija, suga, spēks, spēku, spēka, spēkā

ζόρι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сила, на сила, сили, сила на, силата

ζόρι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rasă, arie, forță, vigoare, forța, forței, forta

ζόρι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
napor, cedit, rasa, sila, silo, sile, Aktivno

ζόρι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cediť, rasa, sila, pevnosť, hrúbka, sily, silu
Τυχαίες λέξεις